Translate

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Ηρώ και Λέανδρος: " Tου λυχναριού που απόσβησε"

        Η Ηρώ και ο Λέανδρος αποτελούν το πασίγνωστο ομώνυμο δράμα της Ελληνικής μυθολογίας. Η Ηρώ ήταν ιέρεια της Αφροδίτης η οποία κατοικούσε σε ένα πύργο στην πόλη της Σηστού, στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου. Ο Λέανδρος, ένας νεαρός από την Άβυδο, στην απέναντι όχθη του στενού.
Κάποτε σε μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν της θεάς μαζεύτηκε κόσμος πολύς από μακρινά μέρη. Έφθασαν εκεί από την Ήπειρο, την Κύπρο, από τα Κύθηρα, ακόμα κι από το Λίβανο. Αλλά κι από τη γειτονική Φρυγία μα και την Άβυδο που βρισκόταν στην άλλη όχθη του Ελλησπόντου.  
Γυναίκες και άντρες. Κι οι γυναίκες μπορεί να πήγαν για να τιμήσουν τη θεά, μα οι άντρες όπου ακουστεί γιορτή, είναι πάντα πρώτοι, όχι τόσο τα πρόσφορα να πάνε στους αγίους, όσο για των ομορφονιών τα μαζωμένα κάλλη". Σε εκείνη τη γιορτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά η Ηρώ στο πλήθος. 
"Και άστραψε φωε η όψη της, καθώς η λευκοπρόσωπη Σελήνη που προβαίνει και τα χιονάτα μάγουλα ν' εροδοκοκκινίζαν σα ρόδο, σαν τριαντάφυλλον, ακράνοιχτο και δίχρο".
  Όλοι θαμπώθηκαν από την ομορφιά της. Μα καθώς ήταν ιέρεια της Αφροδίτης κανένας δεν τόλμησε ούτε καν να σκεφτεί να την πλησιάσει· κανένας εκτός από τον Λέανδρο,
 "Ο ερωτικός Λέανδρος, όμορφος και νέος -τη θεία τραγωδία του οποίου τραγούδησε ο Μουσαίος- κατοικούσε στην Άβυδο· και από τότε δεν κατοίκησε εκεί κανένας τον οποίον τα χρόνια που ακολούθησαν, να θρήνησαν πιο πολύ.”
 Ο Λέανδρος που τον συνεπήρε ο Έρωτας, νίκησε τη συστολή του και την ώρα που ο ήλιος έδυε κι ανέτειλε ο αποσπερίτης, πλησίασε την Ηρώ, της έπιασε το χέρι και κεντρωμένος βαριά από τις σαϊτιές του μικρού θεού, άρχισε να αναστενάζει. 
Όντας σεμνή εκείνη τον απέκρουσε αμέσως και με το σώμα, που τραβήχτηκε απότομα απ` τ` άγγιγμά του, αλλά και με λόγια αυστηρά. “Μα σαν άκουσ' ο Λέανδρος τα τόσα πείσματά της, ένιωσε τα καμώματα των κορασιών που θέλουν, γιατί όταν ομορφόπαιδα μαλώνουν οι γυναίκες, φιλιά είναι τα μαλώματα και χάδια είν' οι φοβέρες” 
  Άρχισε λοιπόν να της μιλά επιστρατεύοντας όλη τη ευγλωττία του παράφορα ερωτοχτυπημένου και σιγά σιγά “τα λόγια αγάπη γέννησαν και πήρε την καρδιά της” 
  Έτσι η Ηρώ αν και θεραπαινίδα της Κύπριδας που έπρεπε να μείνει παρθένα, ενέδωσε: δέχτηκε να τον παντρευτεί. Όμως τού είπε ότι ο γάμος τους έπρεπε να μείνει κρυφός. Τότε εκείνος την καθησύχασε λέγοντας: 
“Κόρη, για την αγάπη σου περνώ και τ' άγριο κύμα κι ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω.”
  Της υποσχέθηκε λοιπόν ότι κάθε βράδυ από τις ακτές της Αβύδου θα έπεφτε -ερωτοκάραβον σωστό- στη θάλασσα και θα διέσχιζε  τον Ελλήσποντο και θα έφτανε μέχρι απέναντι στη Σηστό για να βρεθεί στην αγκαλιά της. Μόνος οδηγός του σε αυτή τη ρότα της αγάπης, δεν θα ήταν ούτε η Πούλια, ούτε τα άλλα άστρα του ουρανού, μα ο λύχνος που θα κρατούσε εκείνη για να τού δείχνει το δρόμο μέχρι τον όρμο όπου υψώνονταν ο πύργος της εύπλοιας Αφροδίτης. 
Αλλά θα έπρεπε να έχει το νου της στους δυνατούς ανέμους “μήν τόνε σβήσουν και με μιας χάσω κι εγώ τη νιότη, το λύχνο σου, της δόλιας μου ζωής το φωτοδότη”.
 Αφού συμφωνήσανε να κρυφοπαντρευτούνε, “και στην κρυφή τους τη χαρά και στο κρυφό του γάμου το λύχνο βάλαν μαρτυριά ως βάζει ο κόσμος άστρο” με δυσκολία αποχωρίστηκαν ο ένας απ` τον άλλον. 
Ο Λέανδρος επέστρεψε στην Άβυδο με τους άλλους προσκυνητές και την επόμενη νύχτα, την πρώτη που θα περνούσαν μαζί, περίμενε μεσ` το σκοτάδι μπροστά στη θάλασσα να διακρίνει τον λύχνο απέναντι. Κι όταν είδε να τον καλεί, αψηφώντας τη λύσσα του αέρα και την παραφορά των κυμάτων γδύθηκε και ξεκίνησε· αυτός κουπί, αυτός πανί, αυτός ταχύ καράβι. Η Ηρώ με μόνη βοηθό την πιστή τροφό της, άναβε μία λάμπα κάθε νύχτα στην κορυφή του πύργου της, για να τον οδηγεί, και όταν έφθανε ασθμαίνων η ίδια τον υποδεχόταν στην ακτή.
Κι απέναντι η Ηρώ, καρτερούσε με το λύχνο στα χέρια και κάθε φορά που ο αέρας πήγαινε να τον σβήσει, έστηνε απάγκιο την ποδιά της πλάι στη φλόγα του. Με χίλια βάσανα κατάφερε να βγει ο Λέανδρος στην άλλη όχθη. 
 Και σαν ακόμ' αφρόσταζε και σαν αγκομαχούσε, τον πήγε μες στο νυφικό παρθενοθάλαμό της και το κορμί του το `λουσε και μοσχομύρισέ τον με λάδι, με ροδόλαδο και του `σβησε την άρμη.
Εκείνη τη νύχτα έσμιξαν για πρώτη φoρά. Ενάντια στο νόμο της Κύπριδας, χωρίς τις πρέπουσες γαμήλιες τιμές στην Ήρα, κρυφά κι από τους γονείς τους. Χωρίς ευχές, χωρίς χορούς, χωρίς τραγούδια. Κρυφά, στα σκοτεινά· ανεύλογη χαρά. Μόνο το φως του λύχνου -παραστάτης και μάρτυρας,  φάρος της αγάπης τους. Και την αυγή πάλι κατά την Άβυδον εξανακολυμπούσε και μύριζε ο αχόρταγος νυχταγκαλιές ακόμα.  Για να επιστρέψει την επόμενη. Κι όλες τις νύχτες στη σειρά
Έτσι η Ηρώ, κοράσι ήταν ολημερίς κι ολυνυχτίς γυναίκα. Κι οι δυο τους παρακαλούσαν κάθε μέρα να βασιλέψει ο ήλιος, να πέσει το σκοτάδι, να ανάψει ο λύχνος, να ριχτεί στη θάλασσα ο Λέανδρος για να πάει να ανταμώσει τη γυναίκα του που τον καλούσε: Εμπρός, τον ίδρο σου άφησε μες στους δικούς μου κόρφους. Και πριν το ξημέρωμα να πάρει πάλι το θαλασσινό δρόμο της επιστροφής. 
Κάποτε όμως ήλθε η άσχημη εποχή του Χειμώνα και οι δύο εραστές υποβλήθηκαν στον σκληρό χωρισμό με την αμοιβαία όμως υπόσχεση να επαναβρεθούν στις αρχές της επόμενης Άνοιξης. Παρά ταύτα όμως το επόμενο εσπέρας συνέβει το μοιραίο. Είτε διότι η Ηρώ λησμόνησε τις υποσχέσεις της και ήθελε πάλι τον Λέανδρο κοντά της, είτε διότι η γριά τροφός παρασύρθηκε εκ της συνήθειας, ο λύχνος βρέθηκε πάλι αναμμένος.Ο Λέανδρος όταν τον είδε από την Άβυδο εξέλαβε το φως ως ερωτική πρόσκληση.Έφτασε όμως η βαρυχειμωνιά που ξεσέρνει τα καράβια στις αμμουδιές για να γλυτώσουν κι αυτά κι οι ναύτες τους απ`τ' αγριόκαιρα και τες ανεμοζάλες. 
Κι αντί να μείνουν χωριστά μέχρι να καλοσυνέψει πάλι ο καιρός, έσπρωξε η μοίρα κι η αγάπη - γιατί δεν εξαρτάται από τη δύναμή μας να αγαπούμε ή να μισούμε – το χέρι της κι άναψε το λύχνο.
Τον είδε ο Λέανδρος κι ο φόβος της ανταριασμένης θάλασσας δεν τον κράτησε στην Άβυδο, γιατί της είχε τάξει ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω”, μόνο ρίχτηκε και πάλι στα νερά του Ελλησπόντου. Ενώ όμως εκείνος πάλευε με τα κύματα ο άνεμος έσβησε τον λύχνον οπότε έχασε τον προσανατολισμό του και παρασυρόμενος από τα κύματα πνίγηκε.
Τότε πηδούσε το νερό, κύμα στο κύμα εκύλα κι ο ουρανός κι η θάλασσα τότε γινήκαν ένα κι από παντού σηκώθη αχός που μάχονται οι ανέμοι.  
Παρασυρμένος ο Λέανδρος από το ρεύμα, παρακαλούσε την ποντιάδα Αφροδίτη, τον Ποσειδώνα που ορίζει τα πελάγη και τον Αίολο να τον συνδράμουν. Κανείς τους δεν τον άκουσε, μα ούτε ο Έρωτας έτρεξε να τον σώσει. Κι έφτασε στην απελπισία του, βλέποντας πως σίγουρα αφανίζεται, να εκλιπαρεί τα κύματα:  “Αφήστε με να φτάσω εκεί και στο γυρισμό η οργή σας, ας πάρει τη ζωή μου.”
Μα ούτε τα κύματα έστρεξαν. Τον έδερναν, τον έπαιρναν κι η δύναμή τους θεριεμένη έσβηνε τη δική του. "Άξαφνα εχύθη και νερό καμπόσο στο λαιμό του, κι ήπιε ποτόν ανώφελο, ποτόν άρμη γεμάτο, κι άνεμος έσβησε πικρός τον άπιστο το λύχνο και την ψυχή κι αγάπη του του θλιβερού Λεάνδρου.
 Η Ηρώ άγρυπνη, γεμάτη αγωνία τον περίμενε όλη τη νύχτα και κοίταζε τον πόντο με την ελπίδα να της φέρει τον αγαπημένο της. Το πρωί το πτώμα του ξεβράστηκε στη ακτή της Σηστού. Αλλόφρων η Ηρώ όταν έμαθε το δυστύχημα έσπευσε και ρίφθηκε στη θάλασσα αγκαλιάζοντας τον νεκρό αγαπημένο της, μη κολυμβούσα όμως βυθίστηκαν.  Κι απάνω απέθαν' η Ηρώ στον άψυχό της άντρα, κι απόμειναν αγκαλιαστά τα δυό τα λείψανά τους.   
Αργότερα οι τραγικοί αυτοί εραστές εκβράσθηκαν αγκαλιασμένοι στην ακτή, όπου οι κάτοικοι τους έθαψαν σε κοινό τάφο. 
 Οι αρχαίοι ουδέποτε αμφέβαλαν για την ιστορικότητα του γεγονότος που επειδή η Ηρώ ήταν ιέρεια η ιστορία αυτών των εραστών "στολίσθηκε" με θεϊκές προεκτάσεις, παρεμβολές θεών κλπ. Ο γιατρός Αντίπατρος που έζησε στα τελευταία προ Χριστού έτη βεβαιώνει ότι είδε τον τάφο τους. Το συμβάν αυτό εξύμνησαν κορυφαίοι ποιητές όπως ο Μουσαίος στο επιγραφόμενο αριστούργημά του "Τα καθ΄ Ηρώ και Λέανδρον", ο Βιργίλιος, ο Οβίδιος, ο Μαρτιάλης κ.ά. 
Ωστόσο υπάρχει και η άλλη άποψη η οποία μας λέει ότι η τραγική ιστορία του Λέανδρου και της Ηρώς εντάσσεται στις Αλεξανδρινές παραδόσεις που περιέχουν θέματα που δεν τα συναντούμε στο μυθολογικό υλικό παλιότερης εποχής. 
Τα θέματα των αλεξανδρινών παραδόσεων είναι συχνά νεοπλασίες πάνω σε γνωστά μυθικά θέματα ή διασκευές τους και φορτίζονται με συμπιλήματα από λαϊκά παραμυθικά στοιχεία. 
Κατά το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα, αποτελούν λογοτεχνικές κατασκευές, που οι δημιουργοί τους εκμεταλλεύονται ποιητικά ένα μυθικό στοιχείο και το αναπτύσσουν περίπου μυθιστορηματικά, συνθέτοντας μια ερωτική ιστορία. 
Η ιστορική σημασία των Αλεξανδρινών παραδόσεων βρίσκεται στο γεγονός ότι χρησίμευσαν σαν αφετηρία ενός λογοτεχνικού είδους, της μυθιστορίας, που η ανάπτυξή της έφτασε ως τους νεότερους χρόνους.
Ο συγκεκριμένος μύθος φαίνεται ότι είναι επίνοια της ρομαντικής διάθεσης του ελληνιστικού κόσμου που αρεσκόταν να πλάθει διηγήσεις για ιδανικά ζευγάρια που ριχνόταν σε τρομερές περιπέτειες ώσπου να ευοδωθεί το πάθος τους. 

Όπως δείχνουν πολυάριθμες παραστάσεις σε ανάγλυφα, σε ζωγραφιές, και σε νομίσματα, ο μύθος πρέπει να ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην αρχαιότητα. 
Στα νεότερα χρόνια ενέπνευσε αρκετούς ποιητές, δραματουργούς και ζωγράφους.

πηγή: http://tsalapetinos.blogspot.gr/2013/02/t.html και Βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου