Η επιδημία πανούκλας έχει κυριεύσει την πόλη Οράν. Οι άνθρωποι πασχίζουν να κρατηθούν στην ζωή. Οι μέρες, οι ώρες, οι στιγμές έχουν σταθεί σε ένα σημείο: στον φόβο του θανάτου. Οι ερωτευμένοι χωρίστηκαν και η πόλη ζει σε καραντίνα. Πρόκειται για το βιβλίο "Η πανούκλα" του Α.Καμύ όπου περιγράφει την εξάντληση της αναμονής του σμιξίματος των ερωτευμένων.
Αυτή την στιγμή, λόγω της πανδημίας, ο έρωτας είναι επίσης σε ..καραντίνα.
Ερωτευμένοι σε όλο τον κόσμο λαχταρούν να ξαναγκαλιάσουν τον άνθρωπό τους. Θα αντέξουν;
Ας πάμε να διαβάσουμε ένα απόσπασμα.
Στην αρχή της πανούκλας, θυμόντουσαν πολύ καλά το πλάσμα που είχαν χάσει, και πονούσαν. Μα όσο καθαρά κι αν μπορούσαν να θυμηθούν το αγαπημένο πρόσωπο, το χαμόγελό του, μια μέρα που τώρα μόλις συνειδητοποιούσαν πόσο ευτυχισμένη είχε υπάρξει, δυσκολεύονταν να φανταστούν τι μπορεί να έκανε το αγαπημένο τους πλάσμα εκείνην ακριβώς τη στιγμή που το νοσταλγούσαν, σ’ έναν τόπο πια πολύ μακρινό.
Με δυο λόγια, εκείνη τη στιγμή είχαν ακόμη μνήμη, αλλά η φαντασία τους είχε χαθεί.
Στη δεύτερη φάση της πανούκλας, χάθηκε και η μνήμη τους.
Και δε λησμόνησαν βέβαια το πρόσωπο του αγαπημένου, αλλά, κι αυτό είναι ισοδύναμο, ο αγαπημένος έπαψε να έχει σάρκα και οστά, και πια δεν τον ένιωθαν μέσα τους.
Κι ενώ τις πρώτες βδομάδες παραπονούνταν πως ο έρωτάς τους είχε καταντήσει να κυνηγά τους ίσκιους, κατάλαβαν αργότερα πως ακόμη και τούτοι οι ίσκιοι μπορούσαν να λιγοστέψουν, να γίνουν πιο άσαρκοι, να χάσουν και το τελευταίο χρώμα που κρατούσε η μνήμη τους.
Ώσπου, πολύ αργότερα, όταν είχε μακρύνει πια ο χρόνος του χωρισμού, ήταν αδύνατο ακόμη και να φανταστούν την οικειότητα που ήταν κάποτε δική τους, και το πώς είχαν ζήσει πλάι σ’ έναν άλλον άνθρωπο, που έτσι ν’ άπλωναν το χέρι τους, θα τον άγγιζαν
Και όλοι είχαν πια καταλάβει πως πανούκλα θα πει ν’ απαρνιέσαι τα προσωπικά σου.
Κι ενώ στις αρχές της επιδημίας τούς βασάνιζαν ένα σωρό ασήμαντα πράγματα που μετρούσαν πολύ για τους ίδιους κι ας ήταν ανύπαρκτα για τους άλλους, και τους πρόσφεραν έτσι την εμπειρία μιας ζωής σχεδόν επαγγελματικής, τώρα, αντίθετα, τους ενδιέφερε μόνο ό,τι ενδιέφερε και τους άλλους, οι ιδέες τους ήταν μόνο γενικές, κι ακόμη κι ο έρωτάς τους είχε πάρει εντελώς αφηρημένη μορφή.
(....)
Κάποιοι από μας, ωστόσο επέμεναν να γράφουν γράμματα και φαντάζονταν τρόπους επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.
Τρόπους που πάντοτε αποδεικνύονταν ακατόρθωτοι.
Κι αν κάποιο τέχνασμα που είχαμε ανακαλύψει πετύχαινε, δεν το μαθαίναμε ποτέ, γιατί απάντηση δεν ερχόταν.
Αναγκαστήκαμε τότε, βδομάδες ολόκληρες, να γράφουμε και να ξαναγράφουμε το ίδιο γράμμα, να αντιγράφουμε τις ίδιες παρακλήσεις, ώσπου οι λέξεις, βγαλμένες αρχικά από τα βάθη της καρδιάς μας, έχασαν κάποια στιγμή τη σημασία τους, και τότε τις αντιγράφαμε μηχανικά, πασχίζοντας να δώσουμε τουλάχιστον σε κείνες τις νεκρές φράσεις κάτι από την δύσκολη ζωή μας.
Και, για να μην τα πολυλογούμε, μπροστά στην άγονη συνομιλία με τους τοίχους, μας φαίνονταν προτιμότερη η συμβατική φρασεολογία του τηλεγραφήματος (Είμαι καλά. Σε σκέφτομαι. Αγάπη)».
Αυτή την στιγμή, λόγω της πανδημίας, ο έρωτας είναι επίσης σε ..καραντίνα.
Ερωτευμένοι σε όλο τον κόσμο λαχταρούν να ξαναγκαλιάσουν τον άνθρωπό τους. Θα αντέξουν;
Ας πάμε να διαβάσουμε ένα απόσπασμα.
Στην αρχή της πανούκλας, θυμόντουσαν πολύ καλά το πλάσμα που είχαν χάσει, και πονούσαν. Μα όσο καθαρά κι αν μπορούσαν να θυμηθούν το αγαπημένο πρόσωπο, το χαμόγελό του, μια μέρα που τώρα μόλις συνειδητοποιούσαν πόσο ευτυχισμένη είχε υπάρξει, δυσκολεύονταν να φανταστούν τι μπορεί να έκανε το αγαπημένο τους πλάσμα εκείνην ακριβώς τη στιγμή που το νοσταλγούσαν, σ’ έναν τόπο πια πολύ μακρινό.
Με δυο λόγια, εκείνη τη στιγμή είχαν ακόμη μνήμη, αλλά η φαντασία τους είχε χαθεί.
Στη δεύτερη φάση της πανούκλας, χάθηκε και η μνήμη τους.
Και δε λησμόνησαν βέβαια το πρόσωπο του αγαπημένου, αλλά, κι αυτό είναι ισοδύναμο, ο αγαπημένος έπαψε να έχει σάρκα και οστά, και πια δεν τον ένιωθαν μέσα τους.
Κι ενώ τις πρώτες βδομάδες παραπονούνταν πως ο έρωτάς τους είχε καταντήσει να κυνηγά τους ίσκιους, κατάλαβαν αργότερα πως ακόμη και τούτοι οι ίσκιοι μπορούσαν να λιγοστέψουν, να γίνουν πιο άσαρκοι, να χάσουν και το τελευταίο χρώμα που κρατούσε η μνήμη τους.
Ώσπου, πολύ αργότερα, όταν είχε μακρύνει πια ο χρόνος του χωρισμού, ήταν αδύνατο ακόμη και να φανταστούν την οικειότητα που ήταν κάποτε δική τους, και το πώς είχαν ζήσει πλάι σ’ έναν άλλον άνθρωπο, που έτσι ν’ άπλωναν το χέρι τους, θα τον άγγιζαν
Και όλοι είχαν πια καταλάβει πως πανούκλα θα πει ν’ απαρνιέσαι τα προσωπικά σου.
Κι ενώ στις αρχές της επιδημίας τούς βασάνιζαν ένα σωρό ασήμαντα πράγματα που μετρούσαν πολύ για τους ίδιους κι ας ήταν ανύπαρκτα για τους άλλους, και τους πρόσφεραν έτσι την εμπειρία μιας ζωής σχεδόν επαγγελματικής, τώρα, αντίθετα, τους ενδιέφερε μόνο ό,τι ενδιέφερε και τους άλλους, οι ιδέες τους ήταν μόνο γενικές, κι ακόμη κι ο έρωτάς τους είχε πάρει εντελώς αφηρημένη μορφή.
(....)
Κάποιοι από μας, ωστόσο επέμεναν να γράφουν γράμματα και φαντάζονταν τρόπους επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.
Τρόπους που πάντοτε αποδεικνύονταν ακατόρθωτοι.
Κι αν κάποιο τέχνασμα που είχαμε ανακαλύψει πετύχαινε, δεν το μαθαίναμε ποτέ, γιατί απάντηση δεν ερχόταν.
Αναγκαστήκαμε τότε, βδομάδες ολόκληρες, να γράφουμε και να ξαναγράφουμε το ίδιο γράμμα, να αντιγράφουμε τις ίδιες παρακλήσεις, ώσπου οι λέξεις, βγαλμένες αρχικά από τα βάθη της καρδιάς μας, έχασαν κάποια στιγμή τη σημασία τους, και τότε τις αντιγράφαμε μηχανικά, πασχίζοντας να δώσουμε τουλάχιστον σε κείνες τις νεκρές φράσεις κάτι από την δύσκολη ζωή μας.
Και, για να μην τα πολυλογούμε, μπροστά στην άγονη συνομιλία με τους τοίχους, μας φαίνονταν προτιμότερη η συμβατική φρασεολογία του τηλεγραφήματος (Είμαι καλά. Σε σκέφτομαι. Αγάπη)».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου