Καγχάζω σημαίνει...
ξεσπώ σε ηχηρό, έντονο γέλιο (εις βάρος κάποιου), εκφράζομαι με σαρκαστική ή περιφρονητική διάθεση. Ετυμολογικά προκύπτει από την αρχαία < κα(γ)χάζω, αναδιπλασιασμένος τύπος του θέματος -χα-, που αποτελεί προϊόν ονοματοποιίας (ίσως από τον ήχο τού γέλιου) |.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου