"Η περίπτωση του λόρδου Βύρωνα είναι μία άλλη απόδειξη της ομαδικής παράνοιας που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει ακόμη τους Νεοέλληνες από την Επανάσταση μέχρι τις ημέρες μας. Πρόκειται για μια ομαδική αυθυποβολή σε ό,τι εκάστοτε “γυαλίζει”, που το λατρεύουν, το μυθοποιούν, το αναγάγουν σε ένα είδος φετίχ και το προσκυνούν.
Δεν χρειάστηκαν να περάσουν περισσότερο από τρεις μήνες και δέκα ημέρες παραμονής του Βύρωνα στο Μεσολόγγι, για να δημιουργηθεί ο αστερισμός του
Όσο, όμως, και αν έψαξα δεν μπόρεσα να βρω, γιατί ο Άγγλος αυτός ευπατρίδης που ήρθε στην Ελλάδα και έμεινε μόνο τρεις μήνες, ηρωοποιήθηκε και μυθοποιήθηκε τόσο πολύ, ώστε να θεωρείται ως ένας από τους εθνικούς μας ήρωες, του οποίου την (ανύπαρκτη) δράση διδασκόμαστε από την πρώτη Δημοτικού, του έχουμε στήσει παντού προτομές και αφιερώσει πλατείες και δρόμους στο όνομά του!
Ο Άγγλος λόρδος, δεν πέθανε μαχόμενος για την ελευθερία των Ελλήνων.
Απλώς πέθανε, όπως τόσος κόσμος καθημερινά, από αρρώστια, κάποιος μάλιστα γιατρός, είπε, ότι πέθανε από σύφιλη.
Δεν τραυματίστηκε, ούτε καν συμμετείχε σε κάποια μάχη με τους Τούρκους, δεν εμπόδισε έστω κάποια εθνική καταστροφή, ούτε ουσιαστικά βοήθησε τον αγώνα με κάποιον άλλο τρόπο.
Εκτός αν θεωρηθεί βοήθεια προς το αγωνιζόμενο έθνος, ότι δάνεισε στον Μαυροκορδάτο, με τόκο, τέσσερεις χιλιάδες λίρες, που ο τελευταίος χρησιμοποίησε στο εμφύλιο πόλεμο, για να καταστείλει την “ανταρσία” του Μοριά.
Ίσως μία πιθανή εξήγηση του φαινομένου αυτού -και μου φαίνεται εύλογη- είναι, πρώτον, γιατί ο Βύρωνας ήταν ο μοναδικός λόρδος που ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα, δεύτερον γιατί ήταν πολύ πλούσιος και είχε μαζί του πολλά λεφτά, τρίτον γιατί ήταν ποιητής γνωστός στην Ευρώπη, και τέταρτον γιατί πέθανε στην Ελλάδα ακριβώς τον καιρό του ξεσηκωμού.
Το τελευταίο γεγονός φαίνεται ότι επηρέασε περισσότερο από όλα τα άλλα, με δεδομένο ότι την εποχή εκείνη κυριαρχούσε στην Ευρώπη, ένα κλίμα φιλελληνισμού και μίας γενικότερης συμπάθειας για τους επαναστατημένους Έλληνες
Όλες πάντως οι περιγραφές που δίδονται γι’ αυτόν συμφωνούν στο ότι επρόκειτο για έναν κακομαθημένο, εγωιστή, επιπόλαιο, ευφάνταστο, μεγαλομανή, πεισματάρη, αλκοολικό και εκκεντρικό αριστοκράτη, που κάθε του πράξη χαρακτηριζόταν από μία ιδιόρυθμη αντισυμβατικότητα και αντίθεση προς τα καθιερωμένα πρότυπα.
Κυριολεκτικά τυχοδιώκτης, ζούσε, χάρις στον μεγάλο του πλούτο, μεταξύ σκανδάλων, ανίας, επαναστατικών εξάρσεων και ρομαντικών παρορμήσεων. Όταν ήρθε στην 'Ελλάδα, ήταν μόλις 35 χρόνων, αλλά πολύ άρρωστος. Υπέφερε από το συκώτι του, γιατί έπινε πολύ.
Ήταν διαβασμένος, αλλά απόβλητος της κοινωνικής του τάξης. Εγκατέλειψε την Αγγλία το 1816 και ταξίδεψε σε πολλά μέρη, για να καταλήξει τελικά, και να πεθάνει, στο Μεσολόγγι.
Τον Ιούλιο του 1823 φεύγει για την Ελλάδα, από τη Γένοβα της Ιταλίας, με το μπρίκι Ηρακλής. Μπρίκι ονόμαζαν τότε το πολεμικό ιστιοφόρο, που είχε δύο κατάρτια και πυροβόλα.
Έχει μαζί του δυο κάσες με δέκα χιλιάδες ισπανικά τάλαρα και σαράντα χιλιάδες σε συναλλαγματικές, στρατιωτικές στολές, δύο κανόνια και οκτώ υπηρέτες.
Φθάνει μετά από είκοσι ημερών ταξίδι στην Κεφαλονιά, όπου παρέμεινε έξι μήνες.
Παντού διαδόθηκε ότι φέρνει “μιλιούνια” τις λίρες και οι πάντες -πλην του Κολοκοτρώνη- σπεύδουν να επωφεληθούν και κάποιοι άλλοι δεν ξεχνούν να του τάζουν “άφθονες παρθένες, αμέτρητες σαν τα βατόμουρα”.
Έρχεται στην Ελλάδα, με τη ματαιοδοξία και τη φιλοδοξία να γίνει βασιλιάς της, ή πρόεδρος της Δημοκρατίας, ή το λιγότερο στρατηγός.
Είχε εξομολογηθεί στους φίλους του ότι, εάν οι Έλληνες, μετά την απελευθέρωσή τους, του πρότειναν τον θρόνο της Ελλάδος, δεν θα τον αρνιόταν.
Έχει κιόλας προμηθευθεί από τους ράφτες της Γένοβας πολύχρωμες, -πράσινες, χρυσές, πορφυρές- στρατιωτικές στολές, στολισμένες με μαλαματένια και ασημένια σιρίτια, πλούσιες επωμίδες και πολεμικά καπέλα.
Είχε τρεις περικεφαλαίες χρυσοποίκιλτες και δέκα σπαθιά. Όταν έβγαινε περίπατο, τον συνόδευαν εννιά υπηρέτες με πέντε άλογα και τον ακολουθούσε ένας μαύρος Αιθίοπας, ως θαλαμηπόλος.
Απ’ ό,τι φαίνεται, για τους Έλληνες δεν έτρεφε και τα καλύτερα των αισθημάτων. Μάλλον φιλότουρκος ήταν, παρά φιλέλληνας.
«Οι Έλληνες», έγραψε σε φίλο του, «είναι ίσως ο πιο διεφθαρμένος, ο πιο εκφυλισμένος λαός του κόσμου. Με την επανάστασή τους αποκάλυψαν τον πραγματικό τους χαρακτήρα. Είναι η πιο ματαιόδοξη και η πιο ανειλικρινής φυλή της γης, μία χημική ένωση από όλα τα ελαττώματα των προγόνων τους. Σε αυτά πρέπει να προσθέσεις και τα ελαττώματα των Τούρκων και των Εβραίων. Και όλα αυτά ανακατεμένα σε ένα τσουκάλι δουλείας».
Σε μία επίσκεψή του στην Ιθάκη το καλοκαίρι του 1823 έλεγε σε έναν συμπατριώτη του:
«Συμφωνώ με την γνώμη του Αποστόλου Παύλου ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε Έλληνες και Εβραίους».
Σε κάποιον άλλο είχε πεί:
«Μ’ αρέσουν οι Έλληνες. Είναι γοητευτικοί κατεργαρέοι με όλα τα ελαττώματα των Τούρκων, αλλά χωρίς το θάρρος τους. Μου αρέσει η υπόθεση της ελευθερίας του ελληνικού έθνους, μόνο που περιφρονώ τη σημερινή φυλή των Ελλήνων. Τους λυπάμαι, αλλά δεν πιστεύω πως είναι καλύτεροι από τους Τούρκους. Πιστεύω μάλιστα ότι σε πολλά τους ξεπερνούν οι Τούρκοι».
Ένας συγγενής του γράφει:
«Ο λόρδος Μπάιρον ούτε έδειξε ούτε ένιωσε ποτέ μεγάλο ενθουσιασμό για τους Έλληνες. Ήταν έτοιμος να θυσιάσει χρήματα, ασχολίες και απολαύσεις στον βωμό της ελευθερίας, αλλά σ’ αυτό μπορεί κανείς να διακρίνει δίψα για δύναμη και δόξα και όχι προσήλωση στις αρχές της ελευθερίας».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..
Απόσπασμα από το βιβλίο του Θεόδωρος Δημοσθ. Παναγόπουλος, Τα Ψιλά Γράμματα Της Ιστορίας
Το Ερωτημα ειναι σε τι διαφερουν οι αλλοι λαοι, οπως για παραδειγμα η δηθεν πολιτισμενη Ευρωπη ?
ΑπάντησηΔιαγραφή