"Ο Ύπνος είναι πρόσκαιρος Θάνατος και ο θάνατος, αιώνιος Ύπνος "
Ευριπίδης
Από πανάρχαιους χρόνους γενεές από μύστες μελέτησαν τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου και στη συνέχεια τα δίδαξαν στους άλλους. Το «δεν υπάρχει θάνατος, ο θάνατος είναι ζωή και η ζωή είναι θάνατος» ήταν η ηχώ των Ελευσινίων μυστηρίων και ένας από τους κυριότερους σκοπούς της μύησης παντού ανά τον κόσμο ήταν και εξακολουθεί να είναι η εξοικείωση του ανθρώπου με το ορόσημο που λέγεται «θάνατος».Ένας από τους κυριότερους σκοπούς αυτής της μύησης ήταν να εξοικειώσει τον άνθρωπο με την ιδέα του θανάτου και να τον απαλλάξει από τον φόβο. Όταν ο άνθρωπος γνωρίσει τι είναι στην πραγματικότητα ο θάνατος και κατανοήσει αυτό που συμβαίνει στη μεταθανάτια περίοδο, τότε γίνεται γνώστης του μυστηρίου της ζωής. Ο θάνατος είναι ο μεγάλος ευεργέτης της εξέλιξης καθώς ανανεώνει τη μορφή και κάθε κατάσταση ζωής. Κάτι παρόμοιο είναι και ο Ύπνος. Είναι η απώλεια της φυσικής εγρήγορσης για κάποιες ώρες, που όμως είναι σωτήριες και για τη φυσική και την ψυχική υγεία του ανθρώπου.
Ο θεός Ύπνος σύμφωνα με τους Αρχαίους Έλληνες είναι γιος της Νύχτας και του Ερέβους. Σύμφωνα με τον Ησίοδο στη Θεογονία ο Ύπνος και ο δίδυμος αδελφός του, ο Θάνατος, ήταν «δεινοί Θεοί» που κατοικούσαν στον Τάρταρο, «ένθα δε γης δνοφερής και ταρτάρου ηερόεντος», όπου ο Ήλιος ποτέ δεν τους βλέπει, «ούτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό ούτε όταν κατεβαίνει». Τον Ύπνο τον φαντάζονταν νέο, ωραίο, με φτερά στους ώμους, να αποκοιμίζει τους κουρασμένους καθώς τους ραντίζει με ένα κλαδί μουσκεμένο από τη δροσιά της λήθης ή καθώς τους ποτίζει από ένα κέρας υπνωτικούς χυμούς ή απλά κουνώντας τα φτερά του. Τριγυρίζει αθόρυβα στις στεριές και τις θάλασσες και είναι ήσυχος και καλός με τους ανθρώπους. Τον θεωρούσαν ήσυχο και πράο θεό ή δαίμονα, που πλανιόταν στη γη πότε ως ωραίο νέο, που έσπερνε στη Γη γλυκά όνειρα ή κοιμόταν σε μια κλίνη, πότε ως δαίμονα με φτερά, που μετέφερε ένα νεκρό με το Θάνατο. Κατά τον Όμηρο, που τον αποκαλεί νήδυμο (γλυκύ), τόπος κατοικίας του Ύπνου ήταν η νήσος Λήμνος, ενώ από τους μεταγενέστερους συγγραφείς του αποδιδόταν μια δική του φανταστική πατρίδα, η «Νήσος των Ονείρων». Ο Ύπνος λατρευόταν πολύ στην κυρίως Ελλάδα. Σημαντικά κέντρα της λατρείας του Ύπνου ήταν η Επίδαυρος, η Τροιζήνα και η Ολυμπία.
Η δύναμη του θεού Ύπνου είναι πολύ μεγάλη. Μπορεί να κοιμίσει όλους τους θεούς και όλους τους ανθρώπους. Μάλιστα κοίμισε ακόμα και τον αρχηγό των θεών, τον Δία, παρά τη θέλησή του, ύστερα από πιέσεις της θεάς Ήρας η οποία ήθελε να επηρεάσει την εξέλιξη του Τρωικού Πολέμου.
Η Ήρα επισκέπτεται τον Ύπνο στη Λήμνο πού κατοικούσε. Τον προσφωνεί «άναξ πάντων τε θεών πάντων τ' ανθρώπων», (άρχοντα, βασιλιά όλων των θεών και των ανθρώπων) για να τον πείσει, αλλά ο Ύπνος το σκέφτεται να τα βάλει με τον Δία, διότι είχαν προηγούμενα από το παρελθόν. Πείθεται να το κάνει, αφού όμως πρώτα η Ήρα του ορκίστηκε να τον παντρέψει με μία από τις νεότερες Χάριτες, την γλυκιά Πασιθέη, πού τόσο επιθυμούσε. Η Πασιθέη είναι η θεά της χαλάρωσης και της ξεκούρασης, και έτσι καταλαβαίνουμε γιατί είναι τόσο πολύ επιθυμητή στον θεό Ύπνο.
Ο Ύπνος με την Ήρα αναχωρούν μαζί για να βρουν το Δία. Η Ήρα σκορπάει στην καρδιά του Δία «γλυκιά αγάπη και επιθυμία» και ο Ύπνος μεταμορφωμένος σε πουλί, τον αποκοιμίζει.
Η Πηνελόπη λέει χαρακτηριστικά (Ομήρου Οδύσσεια, Τ 559-566):
έχουμε, ώ ξένε, ονείρατα ζαβά, με κούφια λόγια,
κι απ' όσα ονειρευόμαστε, σωστά δε βγαίνουν όλα.
Δυό θύρες τ' αλαφροΐσκιωτα τα όνειρα έχουν πάντα
με κέρατο φτιαστή τη μιά, με φίλντισι την άλλη
όσα όνειρα απ’ το φίλντισι το πριονιστό διαβαίνουν,
χαμένα είναι κι ανώφελα, και τους θνητούς γελάνε.
πάλε όσα απ' τα καλόξεστα τα κέρατα περάσουν,
αληθινά του βγαίνουνε του ανθρώπου που τα βλέπει.
Ο Ύπνος λέγεται ότι είχε είτε χίλιους, είτε τρεις γιους ή αδελφούς (εκτός από τον Θάνατο): τον Μορφέα, τον Φοβήτορα και τον Φάντασο. (όνειροι). Κατοικούσαν στις ακτές του ωκεανού, στη Δύση, σε ένα σπήλαιο κοντά στα σύνορα του Άδη. Οι όνειροι, έστελναν τα όνειρα στους θνητούς, μέσα από δύο πύλες που βρίσκονταν εκεί. Η μία πύλη ήταν φτιαγμένη από Κέρατο, και με αυτή έστελναν τα αληθινά όνειρα (προμηνύματα), ενώ με τη δεύτερη που ήταν φτιαγμένη από Ελεφαντόδοντο, έστελναν τα ψεύτικα όνειρα.
Ο αδερφός του ο Θάνατος είναι προσωποποίηση του τέλους της ζωής. Όμως ενώ ο Ύπνος ταξιδεύει ειρηνικά πάνω στη θάλασσα και στη γη και είναι ευχάριστος στους ανθρώπους, ο Θάνατος αντίθετα έχει σκληρή και σιδερένια καρδιά και μισείται από τους ανθρώπους, ακόμη κι από τους αθάνατους. Άλλες φορές ο Θάνατος χαρακτηρίζεται, ιδιαίτερα από τους τραγικούς, ως ευεργέτης και μάλιστα γιατρός, γιατί απαλύνει τους ανθρώπους από τις αρρώστιες και τους πόνους.
Στην Ιλιάδα ο Θάνατος εμφανίζεται, με εντολή του Δία και της Ήρας, για να παραλάβει το πτώμα του Σαρπηδόνα και να το μεταφέρει στη Λυκία. Ο Ευριπίδης παριστάνει το Θάνατο σαν βασιλιά των νεκρών, που φορά μαύρο πέπλο ή έχει μαύρα φτερά. Τον παρουσιάζει ως πικρό, αλόγιστο, άκριτο, λυπηρό, κακό δαίμονα.
Για τη λατρεία του θεού ελάχιστα πράγματα προσφέρονται, γιατί ο Θάνατος ούτε θέλει, ούτε δέχεται δώρα. Γι αυτόν δεν υπάρχει βωμός. Συνήθως παριστάνεται σαν όμορφος νέος, άλλοτε με μαύρα φτερά και με σβησμένο ή μισοσβησμένο πυρσό. Δεν έδειχνε συμπόνοια σε κανέναν. Μερικές φορές συνοδεύεται από τον αδελφό του Ύπνο.
Ο Θάνατος είναι σκληρός και ανάλγητος θεός με σιδερένια καρδιά, μισητός και σ' αυτούς ακόμη τους αθάνατους θεούς. Η προσωποποίηση του Θανάτου που τον παριστάνει ως σκελετό να κρατάει δρεπάνι είναι μεταγενέστερη. Μόνο δύο θνητοί κατάφεραν να τον ξεγελάσουν: ο Ηρακλής (όταν απέσπασε την ψυχή της Άλκηστης) και ο βασιλιάς της Κορίνθου, Σίσυφος.
Ο Θάνατος, δίδυμος αδελφός του Ύπνου, σαν προσωποποίηση της λήξης της ζωής, στον Όμηρο συνοδεύεται με το επίθετο «μόρος» και το ουσιαστικό «κηρ», ενώ υποδηλώνεται ακόμη με τις φράσεις «μαύρη μοίρα» «κήρ μέλαινα», «ερεβενή νυξ», «νυξ μέλαινα», «νηλεές ήμαρ», «μόρος αινός», «στυγερόν σκότος», «θανάτου μέλαν νέφος», «μοίρα κακή θανάτοιο», «κηρ κακή μέλανος θανάτου», «τέλος θανάτοιο».
Ως προσωποποιημένος θεός ο Θάνατος, χαρακτηριζόταν επίσης «μελάμπεπλος άναξ νεκρών», «κακός», «τανηλεγής», «αιέννυπνος», «δυσηλεγής», «δυσηχής».
Στα ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα χαρακτηρίζεται «κακός δαίμων», «βαρύς», «άκριτος», «λυπηρός», «βάσκανος», «αλόγιστος», «κακός». Μερικές φορές πιστεύεται ότι έπινε και το αίμα των νεκρών.
Ο Θάνατος επηρεάζεται από τους θεούς και μάλιστα από τη Μοίρα και την Αίσα. Εκτός από τις Κήρες είχε και άλλους ακολούθους, με τη βοήθεια των οποίων πραγματοποιούσε το άχαρο έργο του, χρησιμοποιώντας ύπουλους τρόπους, «εχθρούς γε θνητοίς και θεοίς στυγουμένους».
Ο ίδιος ο Θάνατος ομολογεί ότι ευχαριστείται να παίρνει από τη ζωή πάντα τους νέους. Κλείνοντάς τους τα μάτια και τη μύτη, παίρνει την ψυχή των ανθρώπων, την οποία μερικές φορές σαν ψυχοπομπός μεταφέρει και παραδίδει στον Άδη.
Οι αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες παρίσταναν το Θάνατο, νέο με γενειάδα, με φτερά στους ώμους και βέβαια με σπαθί στη μέση, με το οποίο αφαιρεί την ψυχή ή απλά κόβει τα μαλλιά των ανθρώπων, καθώς το κόψιμο των μαλλιών είναι ένδειξη θανάτου. Επίσης τον παρίσταναν κρατώντας στο χέρι επιπλέον μία πλάστιγγα, είτε για να καθορίζει τη διάρκεια του χρόνου της ανθρώπινης ζωής είτε να ζυγοσταθμίζει τις ανθρώπινες πράξεις.
Ο Θάνατος δε δωροδοκείται, διότι είναι ο μόνος από τους θεούς, ο οποίος «ου δώρων ερά», ευχαριστιέται όμως με τις τιμές που του κάνουν οι άνθρωποι.
Ο Αριστοφάνης και οι υπόλοιποι κωμικοί παρουσιάζουν το Θάνατο σκληρό, αδυσώπητο, αμείλικτο και ανηλεή θεό που δεν συγκινείται ούτε με δώρα ούτε με θυσίες, με άλλα λόγια περιγράφουν τον Θάνατο ως θεό που ο άνθρωπος τρίζει τα δόντια του, όταν τον αντικρίζει. Γι' αυτό εξάλλου, από την εποχή του Αριστοφάνη και μετά, ατόνησαν οι εκδηλώσεις λατρείας και οι ανεγέρσεις ναών και βωμών προς τιμήν του.
Οι τραγικοί ποιητές όμως, όπως π.χ. ο Φρύνιχος στη χαμένη «Άλκηστη», ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα επί Κολωνώ ή ο Ευριπίδης στην Άλκηστη, μετριάζουν τη σκληρότητά του και μάλιστα μερικές φορές, όταν απαλλάσσει τους ανθρώπους από συμφορές και αφόρητα βάσανα, τον παρουσιάζουν και ως ευεργέτη και γι' αυτό, όπως γράφει και ο Όμηρος, οι άνθρωποι τον επικαλούνται για «βοήθεια».
Στις περισσότερες παραστάσεις τα δύο αδέλφια ζωγραφίζονται μαζί, όμοια με τους «ανέμους» να μεταφέρουν συντροφικά κάποιον νεκρό στον Άδη. Μάλιστα σε λευκή λήκυθο, υπάρχει η γνωστή παράσταση σχετική με τον Σαρπηδόνα, η οποία εμφανίζει τους δίδυμους αδελφούς: γλυκύς και ήρεμος ο Ύπνος, καταθλιπτικός και σκυθρωπός ο Θάνατος, να μεταφέρουν από κοινού έναν νεκρό με χαρακτηριστική λεπτότητα και προσοχή, σαν να προσπαθούν να μην αισθανθεί το «φορτίο» τους, δηλαδή ο μεταφερόμενος νεκρός, κανένα πόνο ή κανένα δυσάρεστο συναίσθημα.
Από πανάρχαιους χρόνους γενεές από μύστες μελέτησαν τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου και στη συνέχεια τα δίδαξαν στους άλλους. Το «δεν υπάρχει θάνατος, ο θάνατος είναι ζωή και η ζωή είναι θάνατος» ήταν η ηχώ των Ελευσινίων μυστηρίων και ένας από τους κυριότερους σκοπούς της μύησης παντού ανά τον κόσμο ήταν και εξακολουθεί να είναι η εξοικείωση του ανθρώπου με το ορόσημο που λέγεται «θάνατος».Ένας από τους κυριότερους σκοπούς αυτής της μύησης ήταν να εξοικειώσει τον άνθρωπο με την ιδέα του θανάτου και να τον απαλλάξει από τον φόβο. Όταν ο άνθρωπος γνωρίσει τι είναι στην πραγματικότητα ο θάνατος και κατανοήσει αυτό που συμβαίνει στη μεταθανάτια περίοδο, τότε γίνεται γνώστης του μυστηρίου της ζωής. Ο θάνατος είναι ο μεγάλος ευεργέτης της εξέλιξης καθώς ανανεώνει τη μορφή και κάθε κατάσταση ζωής. Κάτι παρόμοιο είναι και ο Ύπνος. Είναι η απώλεια της φυσικής εγρήγορσης για κάποιες ώρες, που όμως είναι σωτήριες και για τη φυσική και την ψυχική υγεία του ανθρώπου.
Ο θεός Ύπνος σύμφωνα με τους Αρχαίους Έλληνες είναι γιος της Νύχτας και του Ερέβους. Σύμφωνα με τον Ησίοδο στη Θεογονία ο Ύπνος και ο δίδυμος αδελφός του, ο Θάνατος, ήταν «δεινοί Θεοί» που κατοικούσαν στον Τάρταρο, «ένθα δε γης δνοφερής και ταρτάρου ηερόεντος», όπου ο Ήλιος ποτέ δεν τους βλέπει, «ούτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό ούτε όταν κατεβαίνει». Τον Ύπνο τον φαντάζονταν νέο, ωραίο, με φτερά στους ώμους, να αποκοιμίζει τους κουρασμένους καθώς τους ραντίζει με ένα κλαδί μουσκεμένο από τη δροσιά της λήθης ή καθώς τους ποτίζει από ένα κέρας υπνωτικούς χυμούς ή απλά κουνώντας τα φτερά του. Τριγυρίζει αθόρυβα στις στεριές και τις θάλασσες και είναι ήσυχος και καλός με τους ανθρώπους. Τον θεωρούσαν ήσυχο και πράο θεό ή δαίμονα, που πλανιόταν στη γη πότε ως ωραίο νέο, που έσπερνε στη Γη γλυκά όνειρα ή κοιμόταν σε μια κλίνη, πότε ως δαίμονα με φτερά, που μετέφερε ένα νεκρό με το Θάνατο. Κατά τον Όμηρο, που τον αποκαλεί νήδυμο (γλυκύ), τόπος κατοικίας του Ύπνου ήταν η νήσος Λήμνος, ενώ από τους μεταγενέστερους συγγραφείς του αποδιδόταν μια δική του φανταστική πατρίδα, η «Νήσος των Ονείρων». Ο Ύπνος λατρευόταν πολύ στην κυρίως Ελλάδα. Σημαντικά κέντρα της λατρείας του Ύπνου ήταν η Επίδαυρος, η Τροιζήνα και η Ολυμπία.
Η δύναμη του θεού Ύπνου είναι πολύ μεγάλη. Μπορεί να κοιμίσει όλους τους θεούς και όλους τους ανθρώπους. Μάλιστα κοίμισε ακόμα και τον αρχηγό των θεών, τον Δία, παρά τη θέλησή του, ύστερα από πιέσεις της θεάς Ήρας η οποία ήθελε να επηρεάσει την εξέλιξη του Τρωικού Πολέμου.
Η Ήρα επισκέπτεται τον Ύπνο στη Λήμνο πού κατοικούσε. Τον προσφωνεί «άναξ πάντων τε θεών πάντων τ' ανθρώπων», (άρχοντα, βασιλιά όλων των θεών και των ανθρώπων) για να τον πείσει, αλλά ο Ύπνος το σκέφτεται να τα βάλει με τον Δία, διότι είχαν προηγούμενα από το παρελθόν. Πείθεται να το κάνει, αφού όμως πρώτα η Ήρα του ορκίστηκε να τον παντρέψει με μία από τις νεότερες Χάριτες, την γλυκιά Πασιθέη, πού τόσο επιθυμούσε. Η Πασιθέη είναι η θεά της χαλάρωσης και της ξεκούρασης, και έτσι καταλαβαίνουμε γιατί είναι τόσο πολύ επιθυμητή στον θεό Ύπνο.
Ο Ύπνος με την Ήρα αναχωρούν μαζί για να βρουν το Δία. Η Ήρα σκορπάει στην καρδιά του Δία «γλυκιά αγάπη και επιθυμία» και ο Ύπνος μεταμορφωμένος σε πουλί, τον αποκοιμίζει.
Η Πηνελόπη λέει χαρακτηριστικά (Ομήρου Οδύσσεια, Τ 559-566):
έχουμε, ώ ξένε, ονείρατα ζαβά, με κούφια λόγια,
κι απ' όσα ονειρευόμαστε, σωστά δε βγαίνουν όλα.
Δυό θύρες τ' αλαφροΐσκιωτα τα όνειρα έχουν πάντα
με κέρατο φτιαστή τη μιά, με φίλντισι την άλλη
όσα όνειρα απ’ το φίλντισι το πριονιστό διαβαίνουν,
χαμένα είναι κι ανώφελα, και τους θνητούς γελάνε.
πάλε όσα απ' τα καλόξεστα τα κέρατα περάσουν,
αληθινά του βγαίνουνε του ανθρώπου που τα βλέπει.
Ο Ύπνος λέγεται ότι είχε είτε χίλιους, είτε τρεις γιους ή αδελφούς (εκτός από τον Θάνατο): τον Μορφέα, τον Φοβήτορα και τον Φάντασο. (όνειροι). Κατοικούσαν στις ακτές του ωκεανού, στη Δύση, σε ένα σπήλαιο κοντά στα σύνορα του Άδη. Οι όνειροι, έστελναν τα όνειρα στους θνητούς, μέσα από δύο πύλες που βρίσκονταν εκεί. Η μία πύλη ήταν φτιαγμένη από Κέρατο, και με αυτή έστελναν τα αληθινά όνειρα (προμηνύματα), ενώ με τη δεύτερη που ήταν φτιαγμένη από Ελεφαντόδοντο, έστελναν τα ψεύτικα όνειρα.
Στην Ιλιάδα ο Θάνατος εμφανίζεται, με εντολή του Δία και της Ήρας, για να παραλάβει το πτώμα του Σαρπηδόνα και να το μεταφέρει στη Λυκία. Ο Ευριπίδης παριστάνει το Θάνατο σαν βασιλιά των νεκρών, που φορά μαύρο πέπλο ή έχει μαύρα φτερά. Τον παρουσιάζει ως πικρό, αλόγιστο, άκριτο, λυπηρό, κακό δαίμονα.
Για τη λατρεία του θεού ελάχιστα πράγματα προσφέρονται, γιατί ο Θάνατος ούτε θέλει, ούτε δέχεται δώρα. Γι αυτόν δεν υπάρχει βωμός. Συνήθως παριστάνεται σαν όμορφος νέος, άλλοτε με μαύρα φτερά και με σβησμένο ή μισοσβησμένο πυρσό. Δεν έδειχνε συμπόνοια σε κανέναν. Μερικές φορές συνοδεύεται από τον αδελφό του Ύπνο.
Ο Θάνατος είναι σκληρός και ανάλγητος θεός με σιδερένια καρδιά, μισητός και σ' αυτούς ακόμη τους αθάνατους θεούς. Η προσωποποίηση του Θανάτου που τον παριστάνει ως σκελετό να κρατάει δρεπάνι είναι μεταγενέστερη. Μόνο δύο θνητοί κατάφεραν να τον ξεγελάσουν: ο Ηρακλής (όταν απέσπασε την ψυχή της Άλκηστης) και ο βασιλιάς της Κορίνθου, Σίσυφος.
Ο Θάνατος, δίδυμος αδελφός του Ύπνου, σαν προσωποποίηση της λήξης της ζωής, στον Όμηρο συνοδεύεται με το επίθετο «μόρος» και το ουσιαστικό «κηρ», ενώ υποδηλώνεται ακόμη με τις φράσεις «μαύρη μοίρα» «κήρ μέλαινα», «ερεβενή νυξ», «νυξ μέλαινα», «νηλεές ήμαρ», «μόρος αινός», «στυγερόν σκότος», «θανάτου μέλαν νέφος», «μοίρα κακή θανάτοιο», «κηρ κακή μέλανος θανάτου», «τέλος θανάτοιο».
Ως προσωποποιημένος θεός ο Θάνατος, χαρακτηριζόταν επίσης «μελάμπεπλος άναξ νεκρών», «κακός», «τανηλεγής», «αιέννυπνος», «δυσηλεγής», «δυσηχής».
Στα ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα χαρακτηρίζεται «κακός δαίμων», «βαρύς», «άκριτος», «λυπηρός», «βάσκανος», «αλόγιστος», «κακός». Μερικές φορές πιστεύεται ότι έπινε και το αίμα των νεκρών.
Ο Θάνατος επηρεάζεται από τους θεούς και μάλιστα από τη Μοίρα και την Αίσα. Εκτός από τις Κήρες είχε και άλλους ακολούθους, με τη βοήθεια των οποίων πραγματοποιούσε το άχαρο έργο του, χρησιμοποιώντας ύπουλους τρόπους, «εχθρούς γε θνητοίς και θεοίς στυγουμένους».
Ο ίδιος ο Θάνατος ομολογεί ότι ευχαριστείται να παίρνει από τη ζωή πάντα τους νέους. Κλείνοντάς τους τα μάτια και τη μύτη, παίρνει την ψυχή των ανθρώπων, την οποία μερικές φορές σαν ψυχοπομπός μεταφέρει και παραδίδει στον Άδη.
Οι αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες παρίσταναν το Θάνατο, νέο με γενειάδα, με φτερά στους ώμους και βέβαια με σπαθί στη μέση, με το οποίο αφαιρεί την ψυχή ή απλά κόβει τα μαλλιά των ανθρώπων, καθώς το κόψιμο των μαλλιών είναι ένδειξη θανάτου. Επίσης τον παρίσταναν κρατώντας στο χέρι επιπλέον μία πλάστιγγα, είτε για να καθορίζει τη διάρκεια του χρόνου της ανθρώπινης ζωής είτε να ζυγοσταθμίζει τις ανθρώπινες πράξεις.
Ο Θάνατος δε δωροδοκείται, διότι είναι ο μόνος από τους θεούς, ο οποίος «ου δώρων ερά», ευχαριστιέται όμως με τις τιμές που του κάνουν οι άνθρωποι.
Ο Αριστοφάνης και οι υπόλοιποι κωμικοί παρουσιάζουν το Θάνατο σκληρό, αδυσώπητο, αμείλικτο και ανηλεή θεό που δεν συγκινείται ούτε με δώρα ούτε με θυσίες, με άλλα λόγια περιγράφουν τον Θάνατο ως θεό που ο άνθρωπος τρίζει τα δόντια του, όταν τον αντικρίζει. Γι' αυτό εξάλλου, από την εποχή του Αριστοφάνη και μετά, ατόνησαν οι εκδηλώσεις λατρείας και οι ανεγέρσεις ναών και βωμών προς τιμήν του.
Οι τραγικοί ποιητές όμως, όπως π.χ. ο Φρύνιχος στη χαμένη «Άλκηστη», ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα επί Κολωνώ ή ο Ευριπίδης στην Άλκηστη, μετριάζουν τη σκληρότητά του και μάλιστα μερικές φορές, όταν απαλλάσσει τους ανθρώπους από συμφορές και αφόρητα βάσανα, τον παρουσιάζουν και ως ευεργέτη και γι' αυτό, όπως γράφει και ο Όμηρος, οι άνθρωποι τον επικαλούνται για «βοήθεια».
Στις περισσότερες παραστάσεις τα δύο αδέλφια ζωγραφίζονται μαζί, όμοια με τους «ανέμους» να μεταφέρουν συντροφικά κάποιον νεκρό στον Άδη. Μάλιστα σε λευκή λήκυθο, υπάρχει η γνωστή παράσταση σχετική με τον Σαρπηδόνα, η οποία εμφανίζει τους δίδυμους αδελφούς: γλυκύς και ήρεμος ο Ύπνος, καταθλιπτικός και σκυθρωπός ο Θάνατος, να μεταφέρουν από κοινού έναν νεκρό με χαρακτηριστική λεπτότητα και προσοχή, σαν να προσπαθούν να μην αισθανθεί το «φορτίο» τους, δηλαδή ο μεταφερόμενος νεκρός, κανένα πόνο ή κανένα δυσάρεστο συναίσθημα.
Ο Ξενοφών στο έργο του "Κύρου Παιδεία", έλεγε:
"Να ξέρετε, ότι τίποτα από τα ανθρώπινα πράγματα δεν είναι πιο κοντινό στον θάνατο από ό,τι ο ύπνος. Τότε φαίνεται η ανθρώπινη ψυχή πως είναι θεϊκή και τότε μπορεί να προβλέψει κάτι από τα μελλούμενα. Τότε, άλλωστε, όπως φαίνεται ελευθερώνεται κυρίως."
Ευεργέτης, γιατρός ή ανάλγητος και σκληρός, ο θάνατος όταν επισκέπτεται κοντινά μας πρόσωπα είναι το μόνο αίσθημα που μπορεί να μας φτάσει στο...τέρμα. Ας κρατήσουμε όμως για παραμυθία τα τελευταία λόγια του Σωκράτη:
«Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιο από τα δύο είναι το καλύτερο, είναι άγνωστο σε μας. Μόνο ο Θεός το γνωρίζει».
Η έρευνα και συλλογή πληροφοριών έγινε από την Γιώβη Βασιλική. Χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια αποσπάσματα και παράγραφοι για την δημιουργία του παραπάνω άρθρου.
Η Νύχτα κρατά στα χέρια τα δίδυμα παιδιά της. Τον Ύπνο και τον Θάνατο. |
Η έρευνα και συλλογή πληροφοριών έγινε από την Γιώβη Βασιλική. Χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια αποσπάσματα και παράγραφοι για την δημιουργία του παραπάνω άρθρου.
τα ελευσινια μυστηρια ηταν προς τιμη της θεας δημητρας και ο μορφεας ήταν ο θεος του υπνου................οσο για την ηρα διολου απιθανο να εκανε κατι τετοιο λεξη ζηλεια απεκτησε εγκληματικη διασταση σε πραγματικα μυθολογικα επιπεδα απο την ηρα
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα.Στο άρθρο δεν αναφερεται πουθενά κάτι σχετικά με το σε ποιον θεά-θεό ήταν αφιερωμενα τα Ελευσίνια Μυστήρια παρά μόνο μια παράμετρος των Ελευσινίων που είχανε να κάνουν με την Μύηση και το "θάνατο". Εννοείται ότι ήτανε αφιερώμενο στην θεά-Δήμητρα,δεν λέμε κάτι το αντίθετο. Όσο για τον Μορφέα λέγεται ότι ήταν ένας από τους χίλιους γιούς του Ύπνου και όχι ο ίδιος ο θεός Ύπνος. Αποστολή του ήτανε να παίρνει ανθρώπινες μορφές - μορφή- Μορφέας. Επικεντρωνότανε στις ανθρώπινες μορφές. Ο Μορφέας ήτανε ο θεός των ονείρων και όχι ο θεός Ύπνος και είχε ιδιαίτερη ευθύνη για τα όνειρα των Βασιλιάδων και των Ηρώων. Τον βοηθούσαν ο Φοβήτορας ο οποίος επικεντρωνόταν στις ζωικές μορφές και ο Φάντασος στα άψυχα αντικείμενα.
ΑπάντησηΔιαγραφή