Αν και στην μυθική αναζήτηση δημοσιεύω ότι αφορά το ελληνικό θαύμα, κάποιες φορές νιώθω την ανάγκη να σας πω μια ιστορία. Πριν από λίγο καιρό σας σύστησα τον αδερφό μου, τώρα θα σας πω για μια συννεφοντυμενη κοπελιά, την γιαγιά μου. Ας πάμε όμως να ξετυλίξουμε το νήμα από μια ακόμη ζωή που ήλθε, είδε και απήλθε.
«Μόνο τώρα της το κάνω χαράμι το παιδί μου, μόνο τώρα της το χαραμίζω, τώρα που ξέρω πως θα πεθάνω και δεν θα ζήσω για να το μεγαλώσω.
Ας το πάρει για δικό της. Ας το ’χει αυτή να το χαίρεται αυτή. Αυτή που θα
ζήσει».
Έτσι κάπως λέγεται πως ήταν τα τελευταία λόγια της γιαγιάς Βασιλικής. Ή περίπου τα τελευταία. Γιατί άλλοι λένε πως τα είπε τρεις μέρες πριν πεθάνει, άλλοι μια βδομάδα πριν, άλλοι ενώ ξεψυχούσε, άλλοι πως όταν έφευγε η ζωή από τα χείλη της δεν είπε τίποτα από όλα τα παραπάνω, παρά σιώπησε και άφησε στο δωμάτιο τον ήχο μιας μεγάλης εκπνοής, της τελευταίας της. Η γιαγιά Βασιλική υπήρξε για μένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια μέσα στην οικογένεια. Οι πληροφορίες έρχονταν μόνο αφότου άρχισα να ρωτάω γι’ αυτήν. Όχι βέβαια με αναλύσεις, αλλά με χαμηλά και κοφτά βλέμματα και σύντομα λόγια. «Η γιαγιά πέθανε νέα, απ’ την καρδιά της, και μας άφησε ορφανά». Αυτές ήταν οι μόνες πληροφορίες που είχα. Όσο και να ρώταγα δεν έπαιρνα απάντηση. Όλες οι ιστορίες ξεκινούσαν μετά τον θάνατό της. Πώς μεγάλωσαν τα ορφανά που άφησε-ένα από αυτά και η μάνα μου-πώς πείνασαν, πώς ξενοδουλέψαν, πώς κρύωναν τους χειμώνες, πώς κλαίγανε που δεν είχανε μάνα σαν όλα τα άλλα παιδιά, πώς, στο τέλος πια σαν ορφανές, κακοπαντρεύτηκαν. Καμία πληροφορία για το ποια ήταν η γιαγιά πιο πριν. Μόνο ότι πέθανε νέα, από καρδιά, μόλις στα είκοσι επτά της χρόνια και ότι είχε μακριές πλεξούδες. Ανάμεσα στα τέσσερα εγγόνια που απέκτησε, τρεις εγγονές και έναν εγγονό - ναι, η γιαγιά πέθανε νέα κοπέλα, αλλά εν αγνοία της έγινε και γιαγιά σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο-, η μόνη που πήρα το βαρύ φορτίο του ονόματός της ήμουν εγώ. Έτσι, μέσα από εμένα οι τρεις αδερφές, οι κόρες της γιαγιάς, κάθε που με φωνάζανε Βασιλική, ένιωθαν πιο κοντά με την μάνα τους, ένιωθαν σαν να φωνάζανε την μάνα την μονάκριβη την πολυαγαπημένη, αυτήν που δεν χάρηκαν ποτέ.
Κι εγώ; Εγώ κάποιες φορές δυσανασχετούσα με την θλίψη τους, κάποιες λυπόμουνα, κάποιες νευρίαζα, «αφήστε με πια!», ήθελα να ουρλιάξω, «πέθανε, ξεχάστε την, μη με βασανίζετε μ’ αυτό το όνομα». Αυτό το όνομα από μικρή το είχα μετατρέψει σε υποκοριστικό, αλλά μόνο οι θείες μου δεν το αναγνώριζαν -γι’ αυτές ήμουν πάντα η Βασιλική. Τα χρόνια όμως περνούσαν και δεν ρωτούσανε κανέναν. Η όψη της γιαγιάς ξεμάκρυνε, θόλωναν οι αναμνήσεις γι’ αυτήν, τα βάσανα και οι χαρές των ζωντανών είχαν «πλακώσει» τη ζωή τους και μόνο κάτι σύννεφα λευκά στον ουρανό θύμιζαν πως μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο πέρασε και έζησε μια κοπέλα που φόραγε πάντα λευκά. Αυτά τα σύννεφα πολύ τα κοίταζα. Από παιδί. Εκεί μέσα στην παιδική μου φαντασία ζούσε αυτή η άγνωστη κοπέλα που εγώ την έλεγα "γιαγιά" και ας μην ήταν ούτε τριάντα σαν έφυγε με το τραίνο του χαμού. Και κοίταγα τα σύννεφα γιατί, κρυφακούγοντας κάποτε κλεφτά, παιδί ακόμα, τη συζήτηση μιας παιδικής φίλης της γιαγιάς με τη μαμά μου, την άκουσα να λέει πως «η Βασιλική, η μάνα σου» είπε στην μαμά μου, πάντα στα λευκά ντυνόταν, σαν σύννεφο λευκό έμοιαζε». Κάποτε όμως, σαν έγινα μάνα και είχα ήδη το πρώτο μου παιδί, τη μέρα που θα γινόμουν είκοσι επτά χρονών με βρήκα αναπάντεχα να κλαίω. Από φόβο. «Να δεις που και μένα θα με πάρει ο χάρος νωρίς μαμά, σαν τη γιαγιά», δήλωσα στη μάνα μου, «και θα αφήσω ορφανό το παιδί». Τόσο ποτίστηκα από τον χαμό της. Φυσικά επέζησα, αλλά κάπου εκεί ήταν που πήρα το σπαθί στα χέρια μου και απαίτησα να μάθω. Να ανοίξουν τα στόματα. Δεν ήταν εύκολο. Μάνα εγώ πια, μάνα και αυτή κάποτε, τώρα ήταν η στιγμή που ενωθήκαμε πραγματικά γιαγιά με εγγονή. Κάτω από τη θαλπωρή και το βάρος της μητρότητας. Και όχι μόνο εξαιτίας ενός κοινού ονόματος. Ήθελα να μάθω. Και έμαθα. Δεκαπέντε χρόνια χρειάστηκαν, αλλά έμαθα. Ή τουλάχιστον, έτσι νομίζω.
Το τρίτο παιδί μιας οικογένειας με τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια και ένα αγόρι, η γιαγιά γεννιέται μόλις έναν χρόνο αφότου έχει τελειώσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και λίγα χρόνια μόλις από την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους. Το έτος 1919. Η τούρκικη χροιά μένει όμως ακόμη νωπή στις συνήθειες των ανθρώπων και το πέρασμα στην Ελλάδα δύσκολο και ταπεινό. Στο χωριό αυτό της Μακεδονίας, εκεί κοντά στην Αμφίπολη, δύο πράγματα
"κάνανε σωστά" οι κάτοικοι. Πιθάρια και καπνό. Η δική της οικογένεια ήταν αγρότες, έσπερναν καπνό. Όχι, δεν έμαθα πολλά για τα παιδικά της χρόνια. Δεν έμαθα αν κοίταζε τη μορφή της στα νερά του ποταμιού και περίμενε να βγει μαγικά από τα νερά του ένα παλικάρι να την αγαπήσει. Ούτε αν έμαθε γράμματα ή έπλεκε ή είχε ωραία φωνή. Τέτοιες λεπτομέρειες δεν είχα την τύχη να τις μάθω.
Έμαθα όμως πως τη φωνάζανε λυγερή, γιατί η φιγούρα της ήταν λεπτεπίλεπτη και όλοι τη θαύμαζαν, και πως κοίταζε αλλόκοσμα, κι ας μην είχε ακριβώς αυτό που θεωρεί ο περισσότερος κόσμος ωραία μάτια. Και ότι ντυνόταν στα άσπρα και ας έτρεχε στα χωράφια από παιδί για να δουλέψει. Το πιο θαυμαστό της χαρακτηριστικό, που μου το είπε -γριά πια- η τελευταία της αδερφή που ζούσε, η γιαγιά Παναγιώτω, ήταν πως δεν λερωνόταν ποτέ· έτσι λυγερή που ήταν όλες τις δουλειές τις έκανε με τέτοια χάρη «που δεν χαλνούσε τα φουστάνια και ήταν η μόνη που άφηνε η μάνα μας να βάζει τα λευκά όποτε ήθελε και όχι μόνο στις γιορτές, όπως εγώ και η Κωνστάντω, η άλλη μας αδερφή».
Γνώρισε τον παππού στο διπλανό χωριό. Πήγαινε εκεί και δούλευε στα χωράφια η γιαγιά και ο παππούς ήταν τσομπάνης στα γύρω λαγκάδια. Εκεί την πρωτοείδε. Δεν ήταν εύκολα στην αρχή, γιατί ο παππούς ήταν ξένος και «χωρίς ρίζες και σπιτικό», όπως λέγανε γι’ αυτόν. Μα ήταν δουλευταράς, ήπιος και σοβαρός και ο γάμος τους δεν άργησε να γίνει. Έλληνες η οικογένεια της γιαγιάς, Αρμένης ο παππούς, σαν διαπίστωσαν πως είχαν κοινό εχθρό τον Τούρκο, θεώρησαν πως οι δύο οικογένειες ήταν ήδη αδέρφια.
Ο παππούς Γιοβάνης (Ωβανές), λοιπόν, ήταν Αρμένης. Ήρθε στην Ελλάδα κάποια χρόνια μετά τη σφαγή των Αρμενίων το 1915. Θεόρφανος. Τους γονείς του τους πνίξανε οι Τούρκοι στο ποτάμι, βίασαν και κάψανε ζωντανές τις δύο μεγαλύτερες αδερφές του μέσα στο σπίτι. Η τρίτη αδερφή χάθηκε και δεν βρέθηκε ποτέ. Μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του -πέντε και εφτά χρονών αντράκια- αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους και στάλθηκαν στα κάτεργα που είχαν ετοιμάσει οι άτιμοι για να ατιμάσουν τους λαούς, πέρα στα βάθη της Τουρκίας. Μετά από πολλά βάσανα βρέθηκε στην Ελλάδα, εφτά χρονών πια, χάνοντας τον αδερφό του, νομίζοντας τότε για πάντα. Πήγε σε μια οικογένεια Ελλήνων τσομπάνων σαν ψυχοπαίδι, έμαθε τη δουλειά του τσοπάνη και μεγάλωσε σιωπηλά μαζί με τη σκιά του.
Οι νέοι λοιπόν παντρεύτηκαν και το πρώτο τους παιδί ήταν κορίτσι. Η μεγάλη αδερφή της μαμάς μου. Η Χρυσή. Ο παππούς έβαλε έναν όρο. Κάθε παιδί που θα γεννιόταν θα έβαζε δύο ονόματα που θεωρούσε σημαντικά για μια καλή ζωή. Ονόματα με ιδιότητες. Το ένα θα ήταν ελληνικό και το άλλο αρμένικο. Έτσι βαφτίζεται η πρώτη κόρη και το ελληνικό της είναι Χρυσή, εμπνευσμένο από το χρυσάφι. Έλεγε ο παππούς πως «το πρώτο που πρέπει να έχει ο άνθρωπος για να ζήσει καλά είναι τα λεφτά. Ο χρυσός».
Και κάπου εδώ είναι που οι αφηγήσεις για τη γιαγιά Βασιλική αρχίζουν να θολώνουν. Ο πόλεμος τη βρίσκει με δύο κόρες στην αγκαλιά. Η
δεύτερη κόρη γεννιέται λίγο πριν ξεκινήσει ο πόλεμος και ονομάζεται
Σοφία. Το δεύτερο σημαντικότερο για τον άνθρωπο στη ζωή, σύμφωνα με τον παππού, είναι
«να έχει μυαλό σοφό, να προλαμβάνει την κακουχία της ψυχής και του σώματος». Αυτά ήταν και τα πιο σίγουρα πράγματα που έμαθα για τη ζωή της γιαγιάς. Και ενώ, όπως όλα ακούγονται, φαίνεται σοφά να πορευόταν και να συμπληρωνόταν η ευτυχία του ζευγαριού, κάτι, κάπου -πάγωσε και ο χειμώνας- απλώθηκε στο σπιτικό τους. Και στις καρδιές τους. Ο πόλεμος ήρθε και έφερε τα δώρα που έκρυβε στο πιθάρι του. Πείνα και φόβο. Μια πείνα που και τα πιο φτωχικά στομάχια δεν ξαναείδαν. Ο χειμώνας βαρύς, τα τρόφιμα ανύπαρκτα. Οι δύο κόρες της γιαγιάς, που
δεν ξέρανε από χρυσό και σοφία, κλαίγανε για λίγο γάλα και ψωμί. Και εκεί είναι που χάνονται οι αλήθειες για το τι συνέβηκε στη γιαγιά. Μέσα στον πόλεμο χάνονται εκτός από ανθρώπινες ψυχές και αλήθειες.
Πότε δεν μαθαίνονται τα ανείπωτα του πολέμου. Η Σοφία ή Βαρτανούς στα αρμένικα, η δεύτερη κόρη της γιαγιάς, χάθηκε. Η επίσημη εκδοχή για το τι απέγινε η Σοφία για χρόνια, αυτή που άκουγα από παιδί για την αδερφή της μαμάς μου, ήταν η εξής.
Η πείνα, λένε, δεν άφησε και πολλά περιθώρια στον παππού. Η οικογένεια που με τόσο κόπο απέκτησε κινδύνευε να χαθεί. Για τη ζωή τη δικιά του δεν νοιαζόταν. Το έλεγε αυτό ο παππούς, έμαθα. Όμως μετά τον χαμό της πατρικής του οικογένειας και τη δυσβάστακτη ορφάνια του, ο χαμός της οικογένειας που έκανε με την αγαπημένη του θα τον έφτανε στην πόρτα της τρέλας. Η μεγάλη κόρη ήδη καταλάβαινε πολλά και είχε δεθεί μαζί τους. Η πρώτη που θα έσωζε ήταν η μικρή· μόλις εννιά μηνών δεν θα θυμόταν τίποτα. Τον κόντεψε ένα ζευγάρι άτεκνο και ευκατάστατο από τη διπλανή πόλη. Του είπαν, λένε, πως θα παίρνανε το μωρό να το φροντίσουν ως να περάσει ο πόλεμος, να μη πεθάνει από την πείνα, και πως θα το αγαπάνε και θα το έχουν σαν παιδί τους. Μόλις με το καλό λευτερωθούν, θα το έφερναν και πάλι πίσω. Αυτά ισχυριζόταν ο παππούς μπροστά μας, μέχρι που πέθανε. Η γιαγιά ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Δεν έδινε την κόρη της κι ας μπαίνανε μαζί στο μαύρο χώμα. Τότε, μια νύχτα, ο παππούς τύλιξε με μια κουβέρτα το μωρό που κοιμότανε στην κούνια πλάι στην γιαγιά και ευθύς ανέβηκε στο άλογο, κλέβοντας κάθε ελπίδα ζωής για την άμοιρη, λευκοντυμένη, λυγερή Βασιλική. Γιατί σαν ξύπνησε από τον καλπασμό του αλόγου και είδε το παιδί να λείπει, ήταν η πρώτη από τις πολλές φορές που θα πέθαινε η γιαγιά τα επόμενα λίγα χρόνια της ζωής της. Η πρώτη φορά που πέθανε ως που να πεθάνει για πάντα.
Λίγο πριν λήξει ο πόλεμος γεννά και την τρίτη και τελευταία κόρη της. Τη μαμά μου. Βαφτίζεται Ελευθερία -Αζαντούγι. Την ελευθερία ο παππούς την έβαζε στην τρίτη σειρά για την ευζωία του ανθρώπου. «Αν δεν έχεις λεφτά και μυαλό, έλεγε, τι να το κάνεις να είσαι λεύτερος; Πάλι όλα θα τα μπερδεύεις και θα τα ανακατώνεις». Έτσι η γιαγιά, λέγανε, δεν άντεξε τον πόνο του χαμού της δεύτερης κόρης και λίγο μετά που γέννησε τη μάνα μου πέθανε από καρδιά.
Αυτή ήταν η επίσημη εκδοχή για χρόνια. Έτσι, άσχημες έννοιες και σκέψεις να μη μπορούνε να περάσουν σε μας τα εγγόνια για κανέναν από τους δύο. Ο παππούς έκανε μια δύσκολη εκλογή, αλλά το μωρό το έσωσε από την πείνα. Η δε γιαγιά θλιβόταν και δεν ήθελε να τη δώσουν, οπότε όλοι στα μάτια μας ήταν καλοί. Αλλά γιατί συνέχιζαν οι κοφτές απαντήσεις και τα χαμηλά βλέμματα όποτε ρωτούσα για τη Λυγερή; Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, οι πληροφορίες έρχονταν με το σταγονόμετρο, μόλο που εγώ είχα πάρει την απόφαση όλα αυτά τα χρόνια να μάθω την αλήθεια. Όμως, κάποια στιγμή και στη δική μου ζωή, όπως συμβαίνει αργά ή γρήγορα σε ολονών τις ζωές, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ήρθε εκείνος ο άμοιρος καιρός που η μοίρα μέσα από ένα τραγικό γεγονός με επισκέφτηκε και με πότισε με τον μεγαλύτερο πόνο.
Τότε αντιλήφθηκα πως άρχισαν να λύνονται τα στόματα. Είχα μπει πλέον επίσημα στο κλαμπ του πόνου που επιφέρει ένας χαμός, ένας χωρισμός μάνας -παιδιού, και έτσι η μάνα και η θεία μου με ένιωσαν προφανώς ισάξια σε αντοχή με αυτές.
Και έμαθα αυτά που χρειαζόμουν.
Αυτά που θα με λύτρωναν από τις σκέψεις απελπισίας που είχα και θα μου δείχνανε πως πρέπει να σπάσω την «κληρονομιά» πόνου που πήρα μαζί με το όνομα της γιαγιάς. Και η αποκατάσταση έγινε από τη θεία Χρυσή η οποία μου άφησε έναν θησαυρό.
Να πως μου τα διηγήθηκε.
«Η μάνα μας με τον πατέρα, σαν έπιασε η μεγάλη πείνα, πήραν δυο πράγματα σε μια τσάντα, ανέβασαν εμένα και τη Σοφία -που τότε ήταν δυόμισι χρονών- σε ένα κάρο, και έπειτα από μέρες περάσαμε στη Βουλγαρία. Είχε έναν φίλο εκεί ο παππούς και του έδωσε δουλειά στο εργοστάσιο που είχε. Αυτός ο φίλος -Αρμένης ήταν- δεν είχε κάνει παιδιά με τη γυναίκα του. Μας έδωσε ένα σπιτικό να μείνουμε και οι γονείς μας πιάσανε δουλειά. Τη Σοφούλα την πρόσεχα εγώ όλη μέρα, ώσπου να σχολάσουν. Όμως άρχισε να έρχεται η γυναίκα του αφεντικού και να μας φέρνει φαγητά, γλυκά, ρουχαλάκια και κούκλες. Πάντα κάτι παραπάνω στη Σοφούλα που ήταν πιο μικρή και γλυκιά, γιατί εγώ με τις φακίδες που είχα ήμουνα ασχημόπαπο. Μια μέρα άρχισε να παίρνει τη μικρή στο σπίτι της και να την κρατά ώρες ολόκληρες. Πήγαινα εγώ να την πάρω και με έδιωχνε. Η μάνα με τον πατέρα φεύγανε πρωί και γυρνούσαν απόγευμα από το εργοστάσιο. Τον πρώτο καιρό δεν δώσανε σημασία. Μετά άρχισα να τους ακούω να μαλώνουν. Η μικρή κοιμότανε τα περισσότερα βράδια στο σπίτι της γυναίκας του αφεντικού. Άρχισε η γιαγιά να ζώνεται από μαύρα φίδια. Κατάλαβε πως της έπαιρναν με τη βία την κόρη της και πως έπρεπε κάτι να κάνει. Έβαζε εμένα να παρακαλάω να μας δώσει το μωρό, πήγαινε η ίδια και παρακαλούσε. Κάποια στιγμή τη βρήκαμε να παίζει μόνη στην αυλή και μόλις πήγαμε να την αρπάξουμε, εμφανίστηκε η γυναίκα και την πήρε. Την πήρε έτσι απλά για δικιά της. Κάτω από τα βλέμματα όλων. Ο μόνος που δεν μίλαγε ήταν ο παππούς. Μόνη έτρεχε η άμοιρη η μάνα μας να πάρει το παιδί πίσω. Μα ούτε αστυνομίες μέσα στον πόλεμο υπήρχαν, ούτε κανείς της έδινε δίκιο. Ήταν οι προύχοντες της περιοχής και αυτή μια Ελληνίδα φτωχή και πεινασμένη. Και μια μέρα μας πετάξανε τα ρούχα έξω από το χαμόσπιτο κάποιοι δικοί της, μας έζεψαν και τα άλογα για το κάρο και μας έστειλαν πίσω στην Ελλάδα. Χωρίς τη Σοφία. Η μάνα μας ούρλιαζε από τον καημό της που θα έφευγε χωρίς την κόρη της και σε μια στιγμή άρπαξε το ψαλίδι, έκοψε τις όμορφες μακριές πλεξούδες της και της πέταξε εκεί στην αυλή του σπιτιού. Εκεί λοιπόν πέθανε την πρώτη φορά η μάνα μας, εκεί που πέταξε τα μαλλιά της σαν δώρο αποχωρισμού στην κόρη της. Ήξερε πως θα ήταν για πάντα η κόρη που, αν και ζωντανή, θα έπρεπε να τη θάψει βαθιά στην ψυχή της. Μόνοι μας γυρίσαμε με τη μάνα σου στα σπλάχνα της. Έγκυος, με ένα παιδί, εμένα, δίπλα της και με ένα παιδί αρπαγμένο. Ο μόνος που δεν την υπερασπίστηκε ήταν ο παππούς. Και αυτό δεν του το συγχώρησε ποτέ. «Θα φάει ψωμί, θα μεγαλώσει σαν πριγκιπέσα, για το καλό της είναι», της έλεγε.
Σαν γέννησε τη μάνα σου, συνέχισε η θειά μου, αρρώστησε πιο βαριά. Από θλίψη. Πόνεσε η καρδιά της και ο γιατρός τής έδωσε να παίρνει ένα σιρόπι. Μα δεν φαίνεται να τη βοηθούσε και πολύ.
Δεν ξαναχαμογέλασε, δεν ξανατραγούδησε. Θυμάμαι μια μέρα που έπεσε στα γόνατα και αγκάλιασε τη ροδιά στην αυλή και έκλαιγε γοερά για το χαμό της Σοφούλας. Τότε την πλησίασε η μάνα της, η γιαγιά μας, και της είπε πως ο γάμος έτσι είναι, και πως πρέπει να βρει ένα σχοινί, να δέσει όλα της τα παιδιά και τον άντρα της μεταξύ τους, και μετά να δέσει και τον εαυτό της με αυτό, περνώντας όμως το σκοινί στον λαιμό της. Η μάνα όλους τους κουβαλάει στον λαιμό της. Μια θηλιά είναι ο γάμος που όμως μόνο τη μάνα πνίγει, της είπε. Δεν ξέρω αν την παρηγόρησε, αλλά τα χρόνια ήταν σκληρά τότε. Δεν υπήρχε χρόνος για κλάματα. Και τρεις μέρες πριν πεθάνει -ήμουν εννιά χρονών και το θυμάμαι, η Ελευθερία η μάνα σου ενάμισι- κοίταξε από το παράθυρο το βουνό του Παγγαίου -ήξερε πως από κει πίσω ήταν η Βουλγαρία- και στη γυναίκα που της πήρε το παιδί είπε φωναχτά: Μόνο τώρα της το κάνω χαράμι το παιδί μου, μόνο τώρα της το χαραμίζω, τώρα που ξέρω πως θα πεθάνω και δεν θα ζήσω για να το μεγαλώσω. Ας το πάρει για δικό της. Ας το ’χει αυτή να το χαίρεται αυτή. Αυτή που θα ζήσει...
Το πρωί του Δεκαπενταύγουστου μας έκανε μπάνιο.
Πρώτα εμένα και μετά τη μάνα σου. Μας έβαλε τα καινούργια μας φουστάνια, και άσπρες κορδέλες στα μαλλιά, έκανε μπάνιο και αυτή και ντύθηκε στα λευκά, όπως πάντα. Η κοιλίτσα της είχε αρχίσει να φαίνεται, μας ετοίμαζε το επόμενο αδερφάκι. Όμορφες όλες και καλοντυμένες περιμέναμε τον πατέρα να έρθει να μας πάει στο πανηγύρι. Τότε, είδα τη μάνα να πίνει κάτι. Νόμιζα πως ήταν το φάρμακο. Έκατσε ήσυχα στην καρέκλα, και λίγο μετά είδα να γέρνει το κεφάλι της και να μαυρίζει όλο της το πρόσωπο. «Η μάνα μας πέθανε, δεν ανασαίνει», άρχισα να φωνάζω σαν τρελή δυνατά και οι γυναίκες της γειτονιάς, σαν την είδανε έτσι άψυχη, άρχισαν ευθύς τους θρήνους. Μου το κρύβανε πολύ καιρό και μένα πώς πέθανε η μάνα μας. Μου λέγανε ιστορίες πως τάχα πήρε το φάρμακο για την καρδιά της το πρωί που ξύπνησε, μα το ξέχασε ότι το είχε πάρει και μετά το ξαναπήρε, και άλλα τέτοια μασημένα λόγια.
Φαρμακώθηκε η μάνα μας επίτηδες, Βασιλικούλα μου, και πόσο την έχω κλάψει όλα αυτά τα χρόνια κανείς δεν ξέρει».
Αυτό ήταν το μυστικό. Η κοπέλα που έμοιαζε σαν σύννεφο λευκό, η λυγερή με τις πλεξούδες και τα περίεργα μάτια, αυτή που όλοι τη λέγαμε γιαγιά αλλά πέθανε νέα, αυτοκτόνησε. Αφήνοντας έρημα πίσω τα δυο παιδιά της, ένα ακόμα «χωμένο» σε ξένη αγκαλιά και παίρνοντας παρέα στον κάτω κόσμο, το άλλο που είχε στην κοιλιά της.
Την αφήγηση τη συνέχισε η μάνα μου. Πολλά δεν είχε να πει, αφού μωρό ήταν, όταν την έχασε. Ούτε τη θυμάται πώς ήτανε, αφού καμιά φωτογραφία της δεν απέμεινε για να την δει. Σαν πέθανε η μάνα τους, ο παππούς πικραμένος τις έκαψε όλες. Έτσι, η μαμά μου μεγάλωσε με αφηγήσεις για τις μακριές πλεξούδες και τα λευκά φουστάνια της μαμάς της. Η μαμά μου θα έπαιρνε σαν δώρο μια και μοναδική φωτογραφία της μάνας της από μια γειτόνισσα στα πενήντα πέντε της χρόνια και τότε θα την έβλεπε για πρώτη φορά.
Όταν ήρθε λοιπόν η σειρά της, μου είπε:
«Το μόνο που θυμάμαι από τη μάνα μου είναι δύο πράγματα, η φωνή της, να με μαλώνει, επειδή πήγαινα στη βρύση της αυλής και βρεχόμουν. Πάπια με φώναζε χαϊδευτικά. Και το δεύτερο, να κοιμάται σε ένα κουτί, το φέρετρο, που το κατεβάζανε από τις σκάλες του σπιτιού μας κάποιοι άντρες στους ώμους. Με κράταγε ο μπαμπάς αγκαλιά. Ενάμισι χρονών ήμουν, όταν την έχασα. Πώς το θυμάμαι τόσο μικρή; Δεν ξέρω. Ακόμα δεν έχω καταλάβει. Αυτά τα δύο πράγματα θυμάμαι από αυτήν και δύο όνειρα που την είδα.
Το πρώτο για να μου πει πως είμαι έγκυος σ’ εσένα και στο δεύτερο, εννέα μήνες μετά, για να με σηκώσει από τον ύπνο να πάω να σε γεννήσω. Σήκω κόρη μου να γεννήσεις, κόρη θα κάνεις, να της δώσεις το όνομά μου, μου είπε και ξύπνησα μέσα στους πόνους της γέννας. Γι’ αυτό σε βγάλαμε Βασιλική».
Τα χρόνια περάσανε. Τα κορίτσια ήρθε ο καιρός και αντάμωσαν όλα μαζί, είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατο της μάνας τους. Ο πατέρας τους ξαναπαντρεύτηκε, όμως άλλα παιδιά δεν έκανε. Η ροδιά που η γιαγιά έκλαψε στον ίσκιο της υπάρχει ακόμα στην αυλή και δίνει πολλούς καρπούς κάθε χρόνο. Όμως κανείς, ούτε οι κόρες της, ούτε εγώ τρώμε από αυτά τα ρόδια. Μόνο τη θαυμάζουμε και περιμένουμε κάθε χρόνο να ανθίσει. Κι όταν αυτή ανθίζει, γεμίζουμε με χαρά!
Η γιαγιά Βασιλική λοιπόν, ανάγγειλε τον ερχομό μου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, έδωσε την «εντολή» να πάρω το όνομά της και, δυστυχώς, μου πέρασε με κάποιον μαγικό τρόπο και τη θλίψη της.
Τώρα έμαθα. Έμαθα για ποιο λόγο, ενώ η ζωή μου προχωρούσε, εγώ από παιδί είχα σκέψεις τερματισμού της. Κι αυτό το συναίσθημα με συνόδευε μέχρι πρόσφατα. Η γιαγιά μου μού άφησε κληρονομιά τα ίχνη της ζωής της. Και τα βάρη της. Τώρα που τη γνώρισα πια, όταν κοιτάω τα λευκά σύννεφα στον ουρανό, της χαμογελάω.
«Έι, συννεφοντυμένη κοπελιά! Να ξέρεις πως σ’ αγαπάω, μα έχω άλλη ζωή να ζήσω. Την δική μου», της λέω, και κάπου κάπου παρακαλώ τους αέρηδες να φυσήξουν δυνατά και να την πάνε πέρα μακριά, πίσω από τα βουνά του Παγγαίου, πίσω στον χρόνο, και έτσι σαν σύννεφο να αρπάξει την κόρη της την μονάκριβη, την πολυαγαπημένη, να την ανεβάσει στο μαγικό λευκό συννεφοφτιαγμένο χαλί της και να ζήσουνε ψηλά στον ουρανό, μαζί, για πάντα!
Γιώβη Βασιλική
Το παραπάνω αφήγημα μου πρωτοδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό ΝΟΗΜΑ τόμος 5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου