(Πίνδαρου, Πύθιαι Ωδαί, 4 επ. 12).
Ο Α σ κ λ η π ι ό ς τιμήθηκε ως καλός γιατρός, ήρωας και τέλος ως θ ε ό ς όπου και κατατάχθηκε ανάμεσα στους αθανάτους. Δεν υπήρξε μονάχα γιατρός αλλά και χρησμωδός, κατείχε μαντικές ικανότητες· ήταν ευεργετικός θεός, προστάτης και παντοδύναμος σωτήρας των ανθρώπων.
Πρόσφερε απλόχερα τη βοήθειά του σε κάθε άνθρωπο που είχε ανάγκη, δείχνοντας έμπρακτα αγάπη και συμπόνια. Με αυτό τον τρόπο μας διδάσκει ότι αληθινός γιατρός είναι εκείνος που, χωρίς ιδιοτελή κίνητρα, προσφέρει τον εαυτό του στη μείζονα μάχη για τη θεραπεία του κόσμου.
Ας διαβάσουμε κάποιες από τις θεραπείες του.
-Η Ανδρομάχη από την Ήπειρο, που ήθελε παιδιά. Ενώ κοιμόταν εδώ, είδε ένα όνειρο. Της φάνηκε ότι ένα γοητευτικό νεαρό αγόρι την ξεσκέπασε και μετά από αυτό ο θεός την άγγιξε με το θεϊκό του χέρι. Από αυτό ένας γιος γεννήθηκε στην Ανδρομάχη από τον Αρρύβα.
Ἀνδρομάχα ἐξ Ἀπείρο[υ] περὶ παίδων. αὕτα ἐγκαθεύδουσα ἐνύπνιον εἶδε· ἐδόκει αὐτᾶι π[α]ῖς τις ὡραῖος ἀγκαλύψαι, μετὰ δὲ το̣ῦτο τὸν θεὸν ἅψασθαί οὑ τᾶι [χη]ρί· ἐκ δὲ τούτου τᾶι Ἀνδρομάχαι υ[ἱ]ὸς ἐξ Ἀρύββα ἐγένετο.
-Αυτή η γυναίκα (Ερασίππα από τις Καφυιές) είχε [πόνο;] στο στομάχι της και ψηνόταν στον πυρετό, και δεν μπορούσε να κρατήσει τίποτα. Κοιμήθηκε εδώ και είδε ένα όνειρο. Της φάνηκε ότι ο θεός έτριψε το στομάχι της και τη φίλησε, και μετά από αυτό της έδωσε μία φιάλη η οποία περιείχε ένα φάρμακο και της είπε να το πιει και μετά να το ξεράσει. Όταν είχε ξεράσει, ο μικρός της χιτώνας είχε γεμίσει με αυτό. Όταν ξημέρωσε, είδε όλο τον μικρό της χιτώνα γεμάτο με φριχτά πράγματα τα οποία είχε εξεμέσει, και από αυτό έγινε καλά.
Ἐρασίππα ἐκ Καφυιᾶν Ι̣[— —— αὕτα — —]εἶχε τὰγ γαστέρα καὶ ἐπέπρητο ὅλα καὶ ο[․․․․c.13․․․․ ἐγκα]θεύδουσα δὲ ἐνύπνιον εἶδε· ἐδόκει οἱ ὁ θεὸ[ς τὰγ γαστέρα ἀντρί]βων φιλῆσαί νιν, μετὰ δὲ τοῦτο φιάλαν οἱ δό[μεν, ἐν ἇι φάρμακον], καὶ κέλεσθαι ἐκπιεῖν, ἔπειτα ἐμεῖν κέλεσ[θαί νιν, ἐξεμεσάσας] δὲ ἐμπλῆσαι τὸ λώπιον τὸ αὐτᾶς· ἁμέρας
-Ο Αλκέτας από την Ηλεία. Αυτός ο άνδρας, όντας τυφλός, είδε ένα όνειρο. Του φάνηκε ότι ο θεός ήρθε προς το μέρος του και άνοιξε τα μάτια του με τα δάχτυλά του, και εκείνος πρώτα είδε τα δέντρα στο ιερό. Όταν ξημέρωσε, έφυγε υγιής.
Ἀλκέτας Ἁλικός· οὗτος τυφλὸς ἐὼν ἐνύπνιον εἶδε· ἐδόκει οἱ ὁ θεὸς ποτελθὼν τοῖς δακτύλοις διάγειν τὰ ὄμματα καὶ ἰδεῖν τὰ δένδρη̣ πρᾶτον τὰ ἐν τῶι ἱαρῶι. ἁμέρας δὲ γενομένας ὑγιὴς ἐξῆλθε
-Ο Εύιππος έφερε μία λόγχη στη γνάθο του για έξι χρόνια. Ενώ κοιμόταν εδώ, ο θεός έβγαλε την αιχμή της λόγχης από το σώμα του και του την έδωσε στα χέρια. Όταν ξημέρωσε, βγήκε έξω υγιής έχοντας την αιχμή της λόγχης στα χέρια του.
Εὔιππος λόγχαν ἔτη ἐφόρησε ἓξ ἐν τᾶι γνάθωι· ἐγκοιτασθέντος δ’ αὐτοῦ ἐξελὼν τὰν λόγχαν ὁ θεὸς εἰς τὰς χῆράς οἱ ἔδωκε· ἁμέρας δὲ γενομένας ὑγιὴς ἐξῆρπε τὰν λόγχαν ἐν ταῖς χερσὶν ἔχων
-Το δάχτυλο του ποδιού ενός άνδρα θεραπεύτηκε από ένα φίδι. Ήταν σε μία τρομερή κατάσταση από ένα κακοήθες έλκος στο δάχτυλο του ποδιού του. Κατά τη διάρκεια της μέρας οι υπηρέτες του τον μετέφεραν έξω από το άβατο και καθόταν σε μία θέση. Αποκοιμήθηκε εκεί, και τότε ένα φίδι ήρθε από το άβατο και θεράπευσε το δάχτυλο του ποδιού του με τη γλώσσα του· και όταν το είχε κάνει αυτό πήγε πάλι πίσω στο άβατο. Όταν ο άνδρας ξύπνησε, ήταν καλά και είπε ότι είχε ένα όραμα: του φάνηκε ότι ένας όμορφος νέος άνδρας είχε ραντίσει ένα φάρμακο πάνω στο δάχτυλο του ποδιού του.
ἀνὴρ δάκτυλον ἰάθη ὑπὸ ὄφιος· οὗτος τὸν τοῦ ποδὸς δάκτυλον ὑπὸ τοῦ ἀγρίου ἕλκεος δεινῶς διακείμενος μεθάμερα ὑπὸ τῶν θεραπόντων ἐξενειχθεὶς ἐπὶ ἑδράματός τινος καθῖζε·̣ ὕπνου δέ νιν λαβόντος ἐν τούτωι δράκων ἐκ τοῦ ἀβάτου ἐξελθὼν τὸν δάκτυλον ἰάσατο τᾶι γλώσσαι καὶ τοῦτο ποιήσας εἰς τὸ ἄβατον ἀνεχώρησε πάλιν ἐξεγερθεὶς δὲ ὡς ἦς ὑγιής, ἔφα ὄψιν ἰδεῖν, δοκεῖν νεανίσκον εὐπρεπῆ τὰμ μορφὰν ἐπὶ τὸν δάκτυλον ἐπιπῆν φάρμακον;
-Η Αμβροσία από την Αθήνα, τυφλή στο ένα μάτι. Ήρθε ως ικέτης στον θεό. Τριγυρνώντας μέσα στο ιερό, περιγελούσε κάποιες από τις θεραπείες σαν να ήταν απίθανες και αδύνατες, ο κουτσός και ο τυφλός να γίνουν καλά βλέποντας μόνο ένα όνειρο. Όταν κοιμήθηκε εδώ, είδε ένα όραμα. Της φάνηκε ότι ο θεός ήρθε σε αυτήν και της είπε ότι θα την έκανε καλά, αλλά εκείνη θα έπρεπε να
πληρώσει ένα αντίτιμο αφιερώνοντας ένα ασημένιο χοίρο στο ιερό ως αναμνηστικό της άγνοιάς της. Αφού είπε αυτά τα πράγματα, έκοψε το άρρωστο μάτι της και έχυσε ένα φάρμακο πάνω του. Όταν ξημέρωσε, έφυγε υγιής.
Ἀμβροσία ἐξ Ἀθανᾶν [ἁτερό]πτ[ι]λλος. αὕτα ἱκέτις ἦλθε ποὶ τὸν θεόν· περιέρπουσα δὲ [κατὰ τ]ὸ ἱαρὸν ̣ τῶν ἰαμάτων τινὰ διεγέλα ὡς ἀπίθανα καὶ ἀδύνα[τὰ ἐόν]τα, χωλοὺς καὶ τυφλοὺ[ς] ὑγιεῖς γίνεσθαι ἐνύπνιον ἰδόν[τας μό]νον. ἐγκαθεύδουσα δὲ ὄψιν̣ εἶδε· ἐδόκει οἱ ὁ θεὸς ἐπιστὰς [εἰπεῖν], ὅτι ὑγιῆ μέν νιν ποιησοῖ, μισθὸμ μάντοι νιν δεησοῖ ἀν[θέμεν ε]ἰς τὸ ἱαρὸν ὗν ἀργύρεον ὑπόμναμα τᾶς ἀμαθίας. εἴπαν [τα δὲ ταῦτ]α̣ ἀνσχίσσαι οὑ τὸν ὄπτιλλον τὸν νοσοῦντα καὶ φάρμ[α][κόν τι ἐγχέ]αι· ἁμέρας δὲ γενομένας ὑγιὴς ἐξῆλθε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου