Translate

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Τα ίχνη μετά από 3.500 χρόνια, των "χαμένων" δρόμων της Μαγνησίας


Σημαντικές οδικές αρτηρίες που συνέδεαν τις αρχαίες πόλεις χιλιάδες χρόνια πριν, έφεραν στο φως οι πολυετείς αλλά και οι πρόσφατες έρευνες που διεξήγαγε η ΙΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων.
Σπάνια τεκμήρια του μακρινού παρελθόντος είναι οι αρχαίοι δρόμοι της Μαγνησίας που έχουν ανακαλυφθεί και δίνουν πολύτιμα στοιχεία σχετικά με την οργάνωση των πόλεων αλλά και τα επιμέρους δεδομένα που συνέθεταν την καθημερινή ζωή κατά την αρχαιότητα.
Εσωτερικά αλλά και εξωτερικά οδικά δίκτυα πόλεων που έχουν έρθει στο φως, αποτελούν πολύ σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία έχουν διερευνηθεί σε διάφορα σημεία της Μαγνησίας, ενώ είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις φέρουν ανεξίτηλα τα ίχνη από τις ρόδες αρχαίων αρμάτων...

Σπανιότατο και μοναδικό είναι το τμήμα του αρχαίου δρόμου που βρέθηκε στον κόμβο Βελεστίνου, στο πλαίσιο του έργου διαπλάτυνσης του οδικού άξονα ΠΑΘΕ. Οι ανασκαφές των τελευταίων ετών ανέδειξαν τμήμα του κεντρικού δρόμου που συνέδεε τη Λάρισα με την αρχαία πόλη των Φερών, τις αρχαίες Παγασές και αργότερα τη Δημητριάδα, πριν από 2.500 χρόνια.
Η αρχαία οδός ακολουθούσε πορεία σχεδόν παράλληλη με την σημερινή οδό Βόλου-Λάρισας, Βόλου-Βελεστίνου και Βελεστίνου-Λάρισας.
Ο συγκεκριμένος βασικός οδικός άξονας που εντοπίζεται στη νοτιοανατολική Θεσσαλία, αποτελείτο από πατημένο χώμα, ενώ παράλληλα εντοπίστηκαν αλλεπάλληλα οδοστρώματα, γεγονός που μεταφράζεται σε διαδοχικές φάσεις εργασιών επισκευής του δρόμου.
Τα οδοστρώματα που έχουν διερευνηθεί, αποτελούνταν από πατημένο χώμα, χαλίκι, μικρές κροκάλες, στρογγυλεμένες, δηλαδή, πέτρες που συναντώνται σε ποτάμια και θραύσματα από κεραμίδες. Το τμήμα του δρόμου που ανασκάφηκε στην περιοχή του κόμβου Βελεστίνου, ανήκει σε δύο κύριες φάσεις. Η πρώτη χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ. και η δεύτερη στην ύστερη Ελληνιστική εποχή και τους πρώιμους Αυτοκρατορικούς χρόνους, δηλαδή τον 1ο αιώνα π.Χ. και 1ο αιώνα μ.Χ.
Στο τμήμα, επίσης, του δρόμου που ανάγεται στον 4ο π.Χ. αιώνα, διατηρήθηκαν ανέπαφα στο πέρασμα του χρόνου ζεύγη αρματροχιών, μικρά, δηλαδή, αυλάκια που άφηναν οι τροχοί των αρμάτων στη διάρκεια της διαδρομής.
 Η απόσταση μεταξύ των αρματροχιών είναι 1, 40 μέτρα και όπως αναφέρει στο σημείο αυτό η προϊσταμένη της ΙΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων κ. Αργυρούλα Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου «τα ζεύγη των αρματροχιών είναι πολύ σημαντικό τεκμήριο, διότι μας βοηθάει να ερμηνεύσουμε καλύτερα την λειτουργία της αρχαίας οδού, έχοντας, παράλληλα, εικόνα για το είδος των αρμάτων που διέρχονταν».
Η συγκεκριμένη αρχαία οδός οριοθετούνταν στην νότια πλευρά της από λιθόκτιστο χαμηλό τοιχάριο, το οποίο ήταν ενισχυμένο με αντηρίδες, καθώς και από μικρές λίθινες στήλες, όρθια τοποθετημένες, που ακολουθούσαν την πορεία του δρόμου.

Αρχαία ίχνη τροχών
Στα μέσα της οδού Παγασών-Φερών, και συγκεκριμένα στο ύψος του κόμβου του Σέσκλου, βρέθηκε το περίφημο ιερό του Ηρακλή. Εκατέρωθεν, επίσης, της αρχαίας οδού, υπήρχαν νεκροταφεία και αγροικίες και άλλες εγκαταστάσεις «που μας βοηθούν να επιβεβαιώσουμε την πορεία της αρχαίας οδού» υπογραμμίζει η κ. Ιντζεσίλογλου και προσθέτει «υπήρχαν και δευτερεύουσες οδοί που συνέδεαν άλλες αρχαίες πόλεις με αυτή την κεντρική οδό».
Μια εξ’ αυτών ήταν μια οδός που ένωνε την αρχαία πόλη των Γλαφυρών με την κύρια οδό Φερών-Παγασών-Λαρίσης.
Οι αρχαιολογικές έρευνες που ακολούθησαν, έφεραν στο φως ένα ακόμη τμήμα αρχαίου δρόμου, στο ύψος του 504 ΠΕΒ, το οποίο ανιχνεύτηκε από τους αρχαιολόγους της ΙΓ ΕΠΚΑ, στο πλαίσιο των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν για την τοποθέτηση γραμμών του ΟΤΕ, την ίδια χρονική περίοδο.
Ίχνη αυτού του δρόμου εντοπίστηκαν και σε άλλα σημεία ανάμεσα στο Βελεστίνο και τη Δημητριάδα και μελετήθηκαν συστηματικά από τον Γιάννη Πίκουλα, καθηγητή Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο οποίος μελέτησε συστηματικά όλες τις πληροφορίες που υπήρχαν από τους παλιούς ανασκαφείς, όπως ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος.
Μια άλλη οδός που επίσης ανάγεται στην αρχαιότητα, ανιχνεύτηκε στην νοτιοανατολική Θεσσαλία, και ειδικότερα στην περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών και του Αλμυρού.
Σύμφωνα με τις ανασκαφές που έγιναν πρόσφατα, στο πλαίσιο, πάλι, της διαπλάτυνσης του οδικού άξονα ΠΑΘΕ, εντοπίστηκαν ίχνη οδοστρωμάτων, βόρεια και νότια του Αλμυρού, που οριοθετούνται από το ύψος περίπου της Νέας Αγχιάλου και του Αερινού, έως τους Αγίους Θεοδώρους.
«Υπάρχουν, επομένως, πολύ σοβαρές ενδείξεις, ότι υπήρχε μια αρχαία οδός που διέσχιζε τη νοτιοανατολική Θεσσαλία, ακολουθώντας, εν μέρει, πορεία σχεδόν παράλληλη με την σημερινή εθνική οδό. Την ύπαρξη αυτής της οδού ενισχύει η εύρεση, παλαιότερα, δύο μιλιαρίων, δύο μικρών, λίθινων κιονίσκων με επιγραφές στη λατινική γλώσσα, που χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες κατά την Ρωμαϊκή εποχή και χρονολογούνται στα τέλη του 3ου με αρχές 4ου αιώνα μ.Χ.» εξηγεί η προϊσταμένη της ΙΓ ΕΠΚΑ.
Το ένα μιλιάριο βρέθηκε στην περιοχή της Νέας Αγχιάλου και το δεύτερο κοντά στο Αερινό, υποδηλώνοντας ευκρινώς την ύπαρξη οδικού άξονα, ο οποίος διέρχονταν, με κατεύθυνση από τα νότια, από την περιοχή του Αλμυρού, την Αγχίαλο και το Αερινό και ενώνονταν με τον αρχαίο δρόμο Παγασών-Δημητριάδας-Φερών-Λάρισας.

Εσωτερικό οδικό δίκτυο
Εντυπωσιακά είναι, παράλληλα, τα στοιχεία που προκύπτουν από το εσωτερικό δίκτυο των αρχαίων πόλεων, δεδομένου ότι σκιαγραφούν με αδρές πινελιές την οικιστική τους δομή και ανάπτυξη. Στις αρχαίες Φερές, ειδικότερα, το εσωτερικό οδικό δίκτυο ήταν κατασκευασμένο από πατημένο χώμα, χαλίκι και κεραμίδια.
Τμήματα αρχαίων δρόμων, που ανάγονται στην Ελληνιστική και την Ρωμαϊκή εποχή, έχουν επίσης αποκαλυφθεί στον πολεοδομικό ιστό της αρχαίας Δημητριάδας, στο πλαίσιο σωστικών ανασκαφών που έχει διενεργήσει η ΙΓ΄ ΕΠΚΑ.
Όπως αναφέρει στο σημείο αυτό η αρχαιολόγος Πέγκυ Τριανταφυλλοπούλου «οι δρόμοι ήταν στενοί, με πλάτος 4 μέτρων περίπου, χωμάτινοι και χωρίς πεζοδρόμια. Υπόνομοι διαπερνούσαν τους δρόμους και συγκέντρωναν τα όμβρια και τα λύματα με την βοήθεια πλευρικών αγωγών, από τις αυλές των σπιτιών και τα λουτρά».
Στην αρχαία Άλο, αντίστοιχα, εντοπίστηκαν κάθετοι και οριζόντιοι δρόμοι που τέμνουν την πόλη, την χωρίζουν σε οικοδομικά τετράγωνα και οι άκρες των πιο κεντρικών δρόμων συνδέονταν απευθείας με τις πύλες που οδηγούσαν έξω από την πόλη. Οι αρχαίοι δρόμοι της Άλου χρησιμοποιούνταν τόσο από τους κατοίκους, όσο και τους περαστικούς, οι οποίοι κατευθύνονταν από τη νότια προς τη βόρεια Ελλάδα, στη διάρκεια των Ελληνιστικών χρόνων. Η πόλη ήλεγχε ουσιαστικά τα περάσματα από την νότια προς την κεντρική Ελλάδα, κατά την αρχαιότητα.

Στο μυκηναϊκό Διμήνι
Πολύ σημαντικά στοιχεία για τη δομή και οργάνωση του μυκηναϊκού Διμηνίου φέρνουν στο φως οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί επί σειρά ετών.
Ο κεντρικός οδικός άξονας που έχει έρθει στο φως, και χρησιμοποιήθηκε πριν από 3.500 χρόνια περίπου, ερευνήθηκε σε μήκος 95 μ. χωρίς να εντοπιστούν τα όριά του σε μήκος και είναι σαφές ότι έπαιξε σοβαρό ρόλο στη χωροταξική ανάπτυξη του οικισμού.
Το οδικό δίκτυο της πόλης εκτεινόταν και εκτός των ορίων του οικισμού, διευκολύνοντας την επικοινωνία των κατοίκων του Διμηνίου με άλλες σύγχρονες θέσεις στον Κόλπο του Παγασητικού. Ο κεντρικός οδικός άξονας του Διμηνίου ήταν κατασκευασμένος από καλά πατημένο χώμα και χαλίκια, ενώ το υπόστρωμα αποτελούνταν από πέτρες και χώμα.
Βάσει των συστηματικών ανασκαφών που διεξήχθησαν μετά το 1997, φαίνεται ότι ο κεντρικός δρόμος οδηγούσε στο ανακτορικό συγκρότημα, το οποίο αποτελούσε μια ξεχωριστή μονάδα στο κέντρο του οικισμού. Σε αυτό το σημείο οδηγούσε και δεύτερος δρόμος που έχει εντοπιστεί, η νοητή προέκταση του οποίου έχει κατεύθυνση προς το λιμάνι.
Στη διασταύρωση των δύο κεντρικών οδικών αρτηριών, στο δυτικό πέρας του κεντρικού δρόμου, υπάρχει το μνημειακό πρόπυλο του ανακτορικού συγκροτήματος, η είσοδος του οποίου οριοθετείται από μια μεγάλη λίθινη ράμπα.
«Η απουσία απευθείας πρόσβασης των κτιρίων που αποκαλύφθηκαν εκατέρωθεν του δρόμου προς αυτόν, υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται για έναν απλό οδικό άξονα. Πάνω στο δρόμο διαπιστώθηκε η παρουσία δύο αυλακώσεων, σε απόσταση 1,10 μέτρων μεταξύ τους, που ερμηνεύονται ως ίχνη τροχών. Το γεγονός αυτό επίσης συνηγορεί υπέρ του χαρακτηρισμού του δρόμου ως κεντρικού, όπου ήταν δυνατή η κυκλοφορία τροχοφόρων μέσων της εποχής, όπως αρμάτων» επισημαίνει η κ. Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη, επίτιμη διευθύντρια του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών. 

πηγή: Ταχυδρόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου